ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 (Ο Πανηγυρικός της ημέρας υπό Ιωάννου Χονδρέλλη - Φωτογραφίες)

 

EYAGGELISMOY

 

Η συμμετοχή  του Ιερού Κλήρου στην επανάσταση του  1821

 

Ο καθορισμός της 25ης Μαρτίου ως επίσημου εορτασμού δεν είχε προφανώς ιστορικό αλλά συμβολικό χαρακτήρα, και προσφυέστατα εζητήθη δι’ αυτού να συμβολισθεί  ότι και το Έθνος ημέρα του ευαγγελισμού του, εορτάζει την ημέρα την οποία εορτάζει και η Εκκλησία τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και έτσι να διατρανωθεί ότι ‘‘Εκκλησία και Έθνος… Σταυρός και Ελλάς είναι η διφυής λατρεία του αναστάντος Γένους’’1.
 

25η Μαρτίου 1821.

«Χαρά που το ‘χουν τα βουνά τα κάστρα περηφάνια,
γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει κι η Πατρίδα,
να βλέπεις Διάκους με σπαθιά, παπάδες με τουφέκια,
να βλέπεις και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
πως ευλογάει τ’ άρματα, κι εύχεται τους λεβέντες».

Δημοτικό

Εκατόν ενενήντα πέντε έτη φέτος, μετά την Ελληνική Επανάσταση, Εκκλησία και Έθνος εορτάζομε το μέγιστο τούτο γεγονός.

Ο Ιερός Αγώνας  των Ορθοδόξων Ελλήνων προς αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, προς ανάκτηση του μέγιστου αγαθού της ελευθερίας, είναι Αγώνας  κοινός, Αγώνας  της Εκκλησίας και του Έθνους. Εις τον Aγώνα εκείνο  πρωτοστάτησε η Εκκλησία και τη σημαία της Ελευθερίας κράτησαν οι απλοί ιερείς και οι επίσκοποι.

Δεν ήταν επανάσταση κοινωνική, αλλά επανάσταση Εθνική. Ακόμη  καλύτερα , ήταν μια ανάσταση του πεσόντος Ελληνικού Γένους, από τον τάφο της δουλείας υπό των Αγαρηνών 400 χρόνων.

Ο Ελληνισμός διατηρήθηκε και ανέζησε, μπολιασμένος   με  την καλλιέλαιο Εκκλησία. Προς τούτο οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι αν είμεθα και σήμερα Έλληνες, το οφείλομε  στην Ορθόδοξη  πίστη μας. Με την πίστη αυτή διασώσαμε και διατηρήσαμε την Εθνική μας συνείδηση, την Ελληνική μας γλώσσα (την οποίαν σήμερα την κατακρεουργούν ψευτοκουλτουριάρηδες καινοτόμοι (μάλλον κενοτόμοι) νεωτεριστές, και γενικώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φυλής μας.

Η Ελληνική Επανάσταση, ως επιστέγασμα της αυγής και αναγέννησης του Νέου Ελληνισμού, αποτελεί ένα από τους πιο ένδοξους και σπουδαίους σταθμούς της ιστορικής μας πορείας.

Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ένας λαός, με τον πολιτισμό του και την ψυχή του ακέραια,  ανακτά  την ελευθερία του και την πολιτική του οντότητα μετά από μακρά περίοδο δουλείας που δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του, πραγματοποιώντας μερικώς τους σκοπούς του με την δημιουργία ελληνικού κράτους.

Η σημασία του Εικοσιένα και των χρόνων που προηγούνται έγκειται, πιστεύω, στο ότι ο Ελληνισμός δίνει ιστορικά την απάντηση στο πως μπορεί να συνυπάρξει στον νεότερο κόσμο, αυτόν της αποικιοκρατίας και των δυτικών γιγάντων, κατορθώνοντας με τρόπο θαυμαστό, και μάλιστα έναντι ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου, ο,τι δεν κατάφερε στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, όπου η αυτοκρατορία του, παρά την πνευματική ακμή της, εσωστρεφώς και αμήχανα, θα συρρικνωθεί και θα καταρρεύσει ολότελα, θα ’λεγε κανείς, υπό το βάρος της τεράστιας κληρονομιάς της.

Όμως «η Ελλάς συνετάφη τω Χριστώ ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά τούθ’ ένεκα και ανέστη ως εκείνος, ού  τον σταυρόν ήρατο πρώτη»2.

Η πτώση του Βυζαντίου δεν θα σημάνει και την κατάλυση της Εκκλησίας, παρά τους εξισλαμισμούς και τις θυσίες. Αντιθέτως η Ιεραρχία της επωμίζεται τώρα εθναρχικό ρόλο και καθίσταται σκέπη του Γένους, με το Πατριαρχείο ως σύμβολο ενώσεως και κέντρο εθνικής περισυλλογής μέσα στο ευρύτερο διοικητικό δίκτυο των κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.

Ο Πατριάρχης αναγνωρίζεται από τον Σουλτάνο ως «πολιτικός» και πνευματικός ηγέτης των υπόδουλων Ρωμιών και η Εκκλησία αναλαμβάνει τώρα εκτός από την ποιμαντική της αποστολή και κοσμικά καθήκοντα και δικαιοδοσίες.

Αντίστοιχα, ο ιερέας ενσάρκωνε την πνευματική κεφαλή της κοινότητας, ενός θεσμού δηλαδή βυζαντινού και απώτατα αρχαίου, που αναδεικνύεται στα χρόνια της οθωμανοκρατίας σε ζωντανό συνεκτικό πυρήνα εθνικής αυτοσυνειδησίας.

Αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, είτε αυτή αποκαλείται «το Ελληνικόν», είτε «γραικικόν», είτε «το Ρωμαίικον», καθώς ήδη από το τέλος του 11ου αιώνα και ειδικά μετά το 1204, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση και στο εξής η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική διάσταση.

Η Εκκλησία ορθώθηκε ως υπερασπιστικό τείχος, διακρατώντας τους Έλληνες κατ’ ουσίαν πνευματικά ελεύθερους, αναζωογονώντας την παράδοση και ενισχύοντας το εθνικό όραμα.

Η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ωρίμασαν λοιπόν ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου.

Κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη, και μια από τις πρωτογενείς πηγές του αγώνα,«πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς• αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. [...] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ο,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει [...] και [...] είπαν πολλά εναντίον του».

Μολονότι λοιπόν οι ιστορικές μαρτυρίες δεν είναι αυθερμήνευτες, συνεξετάζοντας τις αμεσότερες πηγές του αγώνα όπως αυτή, δηλαδή τα απομνημονεύματα των ίδιων των αγωνιστών, αλλά και τις διακηρύξεις, τα συντάγματα, τις επιστολές και το λοιπό αρχειακό υλικό, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν στο κοινό αίτημα «να ζήσουν [οι Έλληνες] ως άνθρωποι ’ς αυτή την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν», κατά την απαράμιλλη διατύπωση του Μακρυγιάννη.

Για τα μοναστήρια οι ιστορικές μαρτυρίες είναι ενδεικτικές: Στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όλοι οι μοναχοί, περί τους 70, ήταν μέλη της Φιλικής, και πολέμησαν οι ίδιοι τον Ιμπραήμ και το Δράμαλη με αρχηγό τον Προηγούμενό τους.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος «ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον», ενώ τα καντήλια, αργυρά σκεύη και αφιερώματα δόθηκαν «εις πληρωμήν του ελληνικού στόλου». Από τον Σαμουήλ στο Κούγκι ως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου πολύ αργότερα, τα μοναστήρια υπήρξαν αληθινά «προπύργια της επανάστασής μας» κατά το Μακρυγιάννη, φρούρια και ορμητήρια του αγώνα, κέντρα εφοδιασμού και τόπος περίθαλψης τραυματιών και προσφύγων.

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τόλμησε να ψάλλει πρώτος το «Αναστήτωσαν οι Έλληνες» και να ενθαρρύνει τους στρατιώτες, κρεμώντας ο ίδιος το σπαθί και δίνοντας το παράδειγμα στους πολεμιστές.

Αρκετοί ιεράρχες και απλοί ιερείς υπηρέτησαν με πάθος στα όπλα ανδραγαθώντας στα πεδία των μαχών, όπως ο Έλους Άνθιμος και ο Παροναξίας Ιερόθεος, ο τελευταίος φορώντας μάλιστα στρατιωτική στολή.

Ο Αρδαμαρίων Ιγνάτιος είχε δικό του στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε εξ ιδίων, και έφτασε στο σημείο να κάψει  το επισκοπείο του, για να δείξει ότι «ότι δια να ελευθερωθώμεν δεν πρέπει να έχωμεν τίποτε, και μετά την ελευθερίαν πάλιν αποκτώμεν».

Ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Μεθώνης Γρηγόριος, και ακόμη οι Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και Αθανάσιος Διάκος είναι από τα πιο γνωστά και περιλάλητα ονόματα κληρικών που πρωτοστάτησαν και θυσιάστηκαν για την επανάσταση.
Ανάλογη και η πολιτική προσφορά των κληρικών που στελέχωσαν τις πρώτες τοπικές διοικήσεις και Εθνοσυνελεύσεις, με εξέχουσα μορφή τον Βρεσθένης Θεοδώρητο, πρόεδρο της Πελοποννησιακής Γερουσίας.

Ο Ταλαντίου και μετέπειτα Αθηνών Νεόφυτος (Μεταξάς) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Ιεράρχη του αγώνα της εθνεγερσίας, που από την Αλαμάνα ευδόκησε να βρεθεί στην πρωτεύουσα του νέου κράτους, ως πρώτος πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου.

Oι Τούρκοι με την κήρυξη της επανάστασης εξαπολύουν, κατά διαταγή του Σουλτάνου, άγριο διωγμό με εκατόμβες θυμάτων στην περιοχή της Πόλης και πρώτο θύμα τον Πατριάρχη άγιο, Γρηγόριο Ε , «ως συνένοχον και κύριον υποκινητήν της συνωμοσίας», όπως αναφέρει η καταδίκη του, αλλά και τον προκάτοχό του, Κύριλλο, που βρισκόταν στην Ανδριανούπολη.

Τέτοιες θηριωδίες της οθωμανικής αντίδρασης, με τις εκτελέσεις επισκόπων και Φαναριωτών, τις σφαγές της Χίου και των Ψαρών, μας προσγειώνουν στον μακρύ κατάλογο των κληρικών και μοναχών που συνέβαλαν μαρτυρικά στον φόρο του αίματος.

Κατά τη μελέτη του Πέτρου Γεωργαντζή, σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις».

Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή, δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών.

Καταλυτική υπήρξε και η συμβολή του Κλήρου στην προαγωγή της παιδείας και του φωτισμού του γένους.

Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς, και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού.

Οι Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης,  Βενιαμίν Λέσβιος,  Θεόκλητος Φαρμακίδης, Άνθιμος Γαζής, Νεόφυτος Βάμβας, συμπληρώνουν την χορεία των επιφανών εκπροσώπων.

Ο μεγάλος δάσκαλος και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, θα γράψει στα 1779 «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».

Σε όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού διαφωτισμού ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σε φυτώριο πρωτοποριακών ιδεών, στις ακρότητες των οποίων ή καλύτερα, σε μια πιο κριτική αφομοίωσή τους, αντέταξε φωτισμένους εκπροσώπους όπως τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριο, και τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.

Με αυτήν την συνεκτική, παιδευτική, κοινωνική, οικονομική, αγωνιστική και θυσιαστική συμβολή του, ο Ιερός Κλήρος και σύνολη η Εκκλησία μας, ως αιώνια κιβωτός του Ελληνισμού, πορεύτηκαν στην παλιγγενεσία.

‘‘Μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλλαλαγμόν’’. Χαρά σ’ εκείνο το λαό ο οποίος γνωρίζει να εορτάζει τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας του ,να μεθά  η ψυχή του από εθνική υπερηφάνεια, να κάμνει άσμα και παιάνα τους ηρωισμούς  και τις θυσίες της φυλής του, να διδάσκει την ανδρεία και τη φιλοπατρία των προγόνων του  και να φρονηματίζει τις επερχόμενες  γενεές .

Ο Ελληνικός λαός δεν είναι καταδικασμένος. Το χωράφι που λέγεται Ελλάς είναι μπολιασμένο με τις θυσίες και το αίμα χιλιάδων Αγίων και Ηρώων. Είναι γόνιμο και θα κάνει πάλι καρπούς.

«Η Ελλάδα θα ξαναναστηθεί σε πείσμα αυτών, που την θέλουν νεκρή».
Χρέος επιτακτικό μεν, αλλά αναγκαίο, και απότιση φόρου τιμής, οδηγεί τις σκέψεις μας στους  τους Αγωνιστές Κληρικούς τε και λαϊκούς κατά την Επανάσταση του 1821, χάρη των οποίων αναπνέουμε εμείς σήμερα τον αέρα της Ελευθερίας.

Είναι μέγα πράγμα να φρονούμε  και να αισθανόμαστε ότι έχομε ρίζες, ότι ισχυροί και ιεροί δεσμοί μας συνδέουν με το παρελθόν, και με τον τόπο μας. Ότι είμεθα δαδούχοι ενός Ιερού Πυρός, το οποίο παραλάβαμε από τους  προγόνους  μας, με το χρέος να το παραδώσουμε   στις επερχόμενες γενεές.

«Ένα λόγο έχω να σας πω

δεν έχω άλλον κανένα,

μεθύστε με τ’ αθάνατο

κρασί του ’21.»

Κωστής Παλαμάς

Σημειώσεις

1.Αιδεσιμολ.π. Δημήτριος Λυμπερόπουλος

2.Καθώς γράφει στα 1863 ο Επαμεινώνδας Φραγκούδης, Κύπριος λογοτέχνης και καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου.

Φωτογραφικό υλικό Ιωάννου Μαρουκάκη


Εκτύπωση   Email