Τό ἀπόγευμα τῆς 24ης Δεκεμβρίου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μᾶρκος, πλαισιούμενος ἀπό πλῆθος Ἱερέων καί τῶν Διακόνων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἐτέλεσε στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό, μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια καί μέ τήν συμμετοχή πολλῶν πιστῶν, τόν Μέγαν Ἑσπερινόν τῆς Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
Στό Κήρυγμά του ἀνεφέρθη στήν ἐξαγγελία τῶν Ἀγγέλων: "... καί ἐπί γῆς εἰρήνη...", καί, μεταξύ ἄλλων, εἶπε:
Ἔχει παρατηρηθῆ, χριστιανοί μου, ὅτι πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐκκοσμικεύουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παίρνουμε δηλαδή τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει πνευματική διάσταση καί οὐρανόφρονη πορεία καί τό λόγο αὐτό θέλoμε νά τόν ὑποβιβάσωμε καί νά τόν κρατήσωμε στά δικά μας, τά φθαρτά, τά ἀνθρώπινα πράγματα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἐξαγγελία τῶν Ἀγγέλων τή βραδυά τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στή Βηθλεέμ καί συγκεκριμένα μέ τήν ἀξιωματική φράση, τή φράση πού δέν ἐπιδέχεται οὔτε συλλογισμό οὔτε ἀπόδειξη, τήν ὁποία πρίν ἀπό λίγο ἀναφέραμε: "ἐπί γῆς εἰρήνη...". Γιά ποιά ἄραγε εἰρήνη μᾶς μιλάει ὁ Χριστός; Δυστυχῶς, ἀκοῦμε κάθε χρὀνο τούς ἀνθρώπους, μερικές φορές καί στίς ἐκκλησίες, νά θεωροῦν ὅτι τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ κατάπαυση τῶν πολέμων καί ἡ εἰρήνευση μεταξύ τῶν λαῶν τῆς γῆς. Διερωτῶμαι ὅμως ἄν κατά τή διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος ὑπῆρξαν στιγμές εἰρηνικῆς διαβιώσεως τῶν ἀνθρώπων ἐπάνω στόν πλανήτη τῆς γῆς, πού ἦταν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὑπερεπλεόναζεν ἡ ἁμαρτία. Διερωτῶμαι ἄν κατά τό διάστημα τῆς πλεονασάσης ἁμαρτίας στά Σόδομα καί στά Γόμορρα ὑπῆρχε ἐμπόλεμη κατάσταση ἤ κατά τό διάστημα τῆς πλεονασάσης ἁμαρτίας στήν Κόρινθο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὑπῆρχε ἐμπόλεμη κατάσταση. Καί ὁδηγοῦμαι στό συμπέρασμα ὅτι καί στή μιά περίπτωση καί στήν ἄλλη γιά τούς ἀνθρώπους ὑπῆρχε εἰρηνική κατάσταση. Τότε ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς οὐράνιας θεϊκῆς εἰρήνης πού ἐξήγγειλαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ οὐρανοῦ τό βράδυ τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στή Βηθλεέμ; Εἶναι ἡ εἰρήνευση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνόμενος ἀπό τό Θεό "ἐκίνησε τήν πτέρναν κατά τοῦ εὐεργέτου του". Ἐκήρυξε πόλεμο πρός τό Θεό καί ὁ πόλεμος αὐτός ὅπως καί οἱ συνέπειές του ἐσἠμανε τή διασάλευση τῆς εἰρήνης μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, μεταξύ ἀνθρώπου καί συνανθρώπου καί κυρίως μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ πόλεμος τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, δηλαδή ἡ κατάλυση τῆς εἰρήνης μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό ἐκφράζεται μέ τήν ἀνυπακοή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στή δυσπιστία τοῦ ἀνθρώπου στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι μορφή αὐτοῦ τοῦ πολέμου εἶναι ἐκεῖνο πού σήμερα φιλοσοφικά ὀνομάζεται ἀθεΐα. Πρώτη, λοιπόν, μορφή πολέμου ἡ ἀθεΐα, πόλεμος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Δεύτερη μορφή πολέμου εἶναι ὁ πόλεμος τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἑαυτό του. Ἡ σύγκρουση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἔσω τῆς καρδίας ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι μέσα στήν καρδιά καί ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό κριτήριο γιά τή σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Θά μποροῦσε κανείς, δύναται κανείς καί δικαιοῦται κανείς νά χαρακτηρίσει αὐτόν τόν πόλεμο μέ τή λέξη ἁμαρτία. Καί ἡ τρίτη ἔκφραση πολέμου εἶναι ἡ σύγκρουση μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν συνανθρώπων του, πού θά μποροῦσε θεολογικά αὐτή ἡ μορφή πολέμου νά χαρακτηριστεῖ μέ τόν ἐκκλησιαστικό καί ἱστορικό ὅρο εἰκονομαχία.
Ἀθεΐα, ἁμαρτία, εἰκονομαχία, εἶναι οἰ τρεῖς μορφές τοῦ πολέμου, ὁ ὁποῖος ἐπεκράτησε ἐπάνω στή γῆ. Τήν εἰρήνη σ' αὐτές τίς ἐμπόλεμες καταστάσεις νά προσευχηθοῦμε νά φέρει ὁ Θεός τή βραδυά τῆς Γεννήσεώς Του μέσα στή Βηθλεέμ: τήν εἰρήνη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δηλαδή τήν πρόσκληση τοῦ ἀνθρώπου νά πάψει νά εἶναι ἄθεος, νά πιστεύει στό Θεό, νά πάψει νά εἶναι εἰδωλολάτρης, νά μήν πιστεύει σέ ἄλλες δῆθεν θεότητες, νά πάψει νά εἶναι ἄπιστος, νά μήν πιστεύει δηλαδή σέ ψεύτικες θεότητες. Τήν πρόσκληση τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμολογήσει τόν ἁγιογραφικό λόγο ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου ἐπαγγέλεται ἡ στρατιά τῶν ἁγίων Ἀγγέλων μέ τό "ἐπί γῆς εἰρήνη" τή βραδυά τῆς Βηθλεέμ. Ἡ δεύτερη εἰρήνευση εἶναι ἡ εἰρήνευση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του δηλαδή ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία διασπᾶ τόν ἄνθρωπο, φέρνει σύγκρουση καί ἀποξένωση. Αὐτή τήν ἐπανένωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τήν ἐν Χριστῷ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐν Χριστῷ πλήρωση τοῦ ἀνθρώπου φέρνει τό "ἐπί γῆς εἰρήνη" τῆς Βηθλεέμ. Καί τρίτον τήν κατάργηση τῆς εἰκονομαχίας, τοῦ πολέμου στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἐπειδή δέν τόν βλέπομε ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καί δέν τόν βλέπομε ὡς εἰκόνα Θεοῦ γιατί δέν πιστεύομε στό Θεό γιατί δέν πιστεύομε στό ὅτι ὀ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει στόν ἀληθινό Θεό, ἐάν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ εἰκονομαχία μετατρέπεται σέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτή εἶναι ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ "ἐπί γῆς εἰρήνη", πού ἀκούστηκε τή βραδυά τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ. Ἄνθρωποι ἄθεοι, ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, ἄνθρωποι εἰκονομάχοι δέν μποροῦν σέ καμμία περίπτωση νά χαρακτηριστοῦν ἄνθρωποι εἰρηνοποιοί, γιατί ὁποιαδήποτε μορφή εἰρήνης καί νά θελήσουν νά ἐπιβάλουν ἐπάνω στόν κόσμο θά εἶναι μή αὐθεντική μορφή, θά εἶναι προσποιητή μορφή, θά εἶναι σκιά, θά εἶναι ἀντανάκλαση καί δέν θά εἶναι τό πρωτότυπο, τό αὐθεντικό καί τό γνήσιο. Γι'αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Γεννηθέντος Χριστοῦ στήν ἔναρξη κάθε Θείας Λειτουργίας μᾶς προσκαλεῖ νά ἀποκτήσουμε αὐτή τήν εἰρήνη στίς τρεῖς πρῶτες αἰτήσεις: "ἐν εἰρήνῃ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν". Σέ κατάσταση εἰρήνης μέ τόν ἑαυτό μας, δηλαδή μετάνοιας στήν ἁμαρτωλότητά μας καί συμφιλιώσεως τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἐν Χριστῷ ἔσω τῆς καρδίας μας ἄνθρωπο. "Ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης", δηλαδή τῆς συμφιλιώσεώς μας μέ τό Θεό, τῆς πίστεώς μας στό Θεό, τῆς ὁμολογίας μας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, καί, τέλος, "ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου", τῆς ἀναγνωρίσεως ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός εἶναι δημιουργός ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μποροῦμε νά ἐπιτύχωμε μιά ὀρθόδοξη χριστιανική συνύπαρξη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπάνω στόν πλανήτη τῆς γῆς.
Αὐτό εἶναι τό εἰρηνοποιό Μήνυμα τῆς Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, Μήνυμα πνευματικότητος, Μήνυμα ὀρθόδοξης θεολογικῆς διδασκαλίας, Μήνυμα ἐκκλησιαστικής ζωῆς, Μήνυμα παραδείσιας χαρᾶς.
Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα τῆς εἰρήνης τῶν οὐρανῶν, πού οὐσιαστικά ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, πού οὐσιαστικά θεώνει τόν ἄνθρωπο, θελήσαμε καί μεῖς σήμερα νά δώσουμε μιά πνευματική καί ποιμαντική λαμπρότητα μέ μία ἐκδήλωση τῆς Ἀρχιερατικῆς μας εὐθύνης.
Καί ἡ ἐκδήλωση αὐτή εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ διαπίστωση καί ἡ συνείδηση, στά πρόσωπα τῶν Κληρικῶν πού διακρίνονται γιά τό ἐκκλησιαστικό τους φρόνημα, ἀφοῦ ὁ Κληρικός δέν εἶναι οὔτε ὑπάλληλος οὔτε τίποτε ἄλλο παρά μόνο λειτουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Σέ πρόσωπα Κληρικῶν πού διακρίνονται γιά τήν πίστη στό Θεό, γιά τήν πνευματική τους ζωή, γιά τήν ἐκκλησιαστική τους διακονία μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά τήν ὑπακοή τους στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τους, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται "εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ" ἐνώπιον Κλήρου καί λαοῦ. Καί διακρίναμε μεταξύ τῶν εὐσεβῶν Κληρικῶν τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἕναν Ἱερέα ἐμφορούμενο ἀπό ἱεραποστολικό, λειτουργικό καί θυσιαστικό - τό τονίζω - θυσιαστικό ρόλο καί ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Ἐπισκόπου. Ἕναν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος πρὀ ὀλίγου καιροῦ ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά ἔχει μιά μικρά δοκιμασία τῆς ὑγείας του καί πυρωθεῖ ὡς πυροῦται τό ἀργύριον καί ὁ ὁποῖος, μετά τήν ἐπάνοδό του στό Νησί μας, παρά τίς ὅποιες πατρικές ἐπιφυλάξεις τοῦ Ἐπισκόπου γιά τήν προστασία τῆς ὑγείας του πρῶτον κατά τό μηνιαῖο διάστημα τῆς ἀπουσίας του ἐζήτησε νά ἐπιστρέψει τό μισθό του καί δεύτερον ἐζήτησε, παρά τή δοκιμασία τῆς ὑγείας του νά ἔλθει ὅσο τό δυνατόν συντομώτερον γιά νά προσφέρει τή διακονία του στήν Ἐκκλησία καί στόν εὑρισκόμενον εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ Ἐπίσκοπό του. Εἶναι ὁ Κληρικός πού μιά μέρα σάν ἀπόψε πρίν ἀπό τριάντα σχεδόν χρόνια, κάπου τρεῖς δεκαετίες, ἐλάμβανε ἀπό τά χέρια τοῦ Προκατατόχου καί Γέροντός μου τό ὀφφίκιο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου. Καί άπέδειξε μέ τά δύο, ἀπό τά πολλά παραδείγματα πού σᾶς ἀνέφερα, ἀπέδειξε ὅτι ὄντως ξέρει νά εἶναι πρῶτος, διότι ὁ πρῶτος δέν εἶναι αὐτός πού ζητεῖ, ἀλλά εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος δίδει, θυσιάζεται καί δίδει. Εἶναι ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κύριος Δημήτριος Κ. Γεόμελος. Ὁ Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τοῦ Προκατόχου μου καί Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος μέ δική μου ὑπογραφή καί ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μεταξύ τῶν ἐφάμιλλων Κληρικῶν τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τόν πρῶτο στή θυσία, στήν ὑπακοή καί στή διακονία, ὥστε, ὅπως ἔχω πεῖ καί ἄλλοτε νά εἶναι γιά τή θέση αὐτή ἀναντικατάστατος. Κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, μετά ἀπό πρόσκληση τῆς Ἑνώσεως Μαστιχοπαραγωγῶν Χίου τό 1997 ἐτιμήθη μέ τό Σταυρό τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἔκφραση τῆς διακονίας, πού σᾶς περιέγραψα, ἀποτελεῖ αἰτία ἀναπαύσεως πνευματικῆς τῆς Ἀρχιερατικῆς μου καρδιᾶς, θά ἤθελα ἀπόψε νά τόν τιμήσω μέ μία προσωπική διάκριση πού εἶναι ἡ δεύτερη φορά πού δίδεται. Ἡ πρώτη ἐδόθη τήν ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου στόν Ταξίαρχο τῶν Εἰδικῶν Δυνάμεων Γεώργιο Τζιτζικώστα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφοιτήσει πρῶτος Ἀξιωματικός τοῦ ΝΑΤΟ σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Εἶναι ἡ δεύτερη φορά πού δίδεται, εἶναι ἡ πλακέτα τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Μάρκου, (Προστάτου μου Ἁγίου), εἶναι τό προσωπικό μου θά ἔλεγα παράσημο καί διάκριση καί δῶρο, τό ὁποῖο μετά σεβασμοῦ καί μετά πατρικῆς ἀγάπης τό ἀπονέμω στόν π. Δημήτριο, ἀναφωνώντας ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι ἡ αἰτία τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς μου για 'κεῖνον πρό τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου: ΑΞΙΟΣ!