Κάθε ἔτος καλούμεθα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν 30ὴ Ἰανουαρίου νὰ σαλπίσωμε, νὰ σκιρτήσωμε καὶ νὰ χορεύσωμε πνευματικὰ τιμῶντες ἀπὸ κοινοῦ τοὺς ἐν Ἁγίοις Πατέρες ἡμῶν καὶ Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους Βασίλειον τὸν Μέγαν, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον. Πολλὰ κοινὰ γνωρίσματα ἑνώνουν τοὺς τρεῖς Πατέρες ποὺ ἔζησαν μεταξὺ τοῦ 329 καὶ τοῦ 407 σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἀναδείχθηκε πλειάδα διδασκάλων τῆς Πίστεώς μας.
Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή τους ἀνατράφηκαν ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ στοργικὲς οἰκογένειες, σπούδασαν στὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο τὴ σοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη στὰ κέντρα τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἀνέβηκαν ἄξια, ὡς ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες μὲ ἄψογη διαγωγὴ, τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης.
Ὡς ἱεράρχες ἔζησαν μέσα σὲ ἕνα ταραγμένο πολιτικά καὶ πνευματικὰ κόσμο, μὲ ἔντονη τὴ σύγκρουση τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς ἰδεολογίας. Ἡ δυσκολία ἀποδοχῆς τῆς «μωρίας» τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς μόνης ὁδοῦ σωτηρίας ὄχι μόνο προκαλοῦσε τὴν ἀντίδραση τῶν εἰδωλολατρῶν ἀλλὰ ὁδηγοῦσε καὶ τοὺς ἤδη Χριστιανοὺς στὶς ἀτραποὺς τῶν αἱρέσεων.
Οἱ τρεῖς Ἅγιοι ἀντιμετώπισαν ἐπίσης, ὡς Ἱεράρχες, τὴν αὐθαιρεσία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ἀδιαφορῶντας γιὰ κάθε προσωπικὴ φιλοδοξία καὶ ἐπιδίωξη, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, προσπάθησαν νὰ οἰκονομήσουν πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ποιμνίου τους τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἡγεμόνων, χωρὶς νὰ διστάζουν νὰ συμπεριλαμβάνουν καὶ τοὺς διώκτες τους στὶς προσευχές τους.
Ἦρθαν σὲ σύγκρουση μὲ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ τῆς ἴδιας τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ δὲ δίστασαν νὰ ἀντιπαρατάξουν σ΄αὐτὲς σκληρὸ ποιμαντικὸ λόγο: Ἀνέδειξαν τὶς ἐξωτερικὲς παθογένειες τῆς ἀνταγωνιστικῆς κοσμικῆς ζωῆς καὶ στηλίτευσαν μὲ σοφὴ αὐστηρότητα τὶς μιμητικὲς τάσεις τῶν πολυπολιτισμικῶν καὶ κοσμοπολίτικων συνηθειῶν ποὺ ἀνέπτυσσαν ἄκριτα οἱ Χριστιανοί, κλῆρος καὶ λαός. Χάραξαν τὸ δρόμο τῆς ὀρθῆς ἀνατροφῆς καὶ ἐκπαίδευσης τῆς νεολαίας. Ὑπέδειξαν φάρμακα γιὰ τὰ ἐγγενῆ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἔστρεψαν τὴν προσοχὴ στὴν ἀνάγκη συνδρομῆς τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου. Οἱ λεγόμενες σήμερα «εὐπαθεῖς ὁμάδες», ἄρρωστοι, πτωχοὶ, χῆρες, ὀρφανά, ἦσαν οἱ προσφιλεῖς στόχοι τῶν προσωπικῶν τους φροντίδων.
Τὸ κύριο ὅμως βάρος τῶν ἐνεργειῶν τους, τοῦ κηρύγματος καὶ τῆς συγγραφικῆς τους δραστηριότητας ἀπετέλεσε ἡ χωρὶς συνθηκολόγηση προστασία τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἡ κατὰ κόσμο γνώση καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία τους ἦταν μόνο ἐργαλεῖα γιὰ τὴν ἔκθεση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τὴν συγκρότηση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Τὰ ἔργα τους μένουν ὡς βάσεις τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ πηγὲς γιὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων.
Μετὰ τὴν κοίμησή τους ἡ Ἐκκλησία τοὺς κατέταξε μεταξὺ τῶν Ἁγίων καὶ ὥρισε νὰ τιμᾶται ξεχωριστὰ ἡ μνήμη τους ὅπως ἔπραξε καὶ γιὰ μυριάδες ἄλλους Ἱεράρχες, Ὁμολογητές καὶ Μάρτυρες ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἰώνων.
Ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἑορτασμὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τὴν 30ὴ Ἰανουαρίου ἐντάχθηκε στὰ Συναξάρια τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰῶνος, ἐπὶ βασιλείας Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118). Ὁ πρῶτος αἰῶνας τῆς δεύτερης χιλιετίας ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος εἶναι περίοδος πολυποίκιλων κρίσεων γιὰ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ, μετὰ ἀπὸ μιὰ περίοδο προόδου τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν καὶ σχετικῆς εὐημερίας μέσα στὴ λαμπρότητα τῆς ἐκτεταμένης Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης, βιώνει τὴ συρρίκνωση καὶ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἔξωθεν ἀπειλῶν ὄχι μόνον ἀπὸ βαρβάρους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁμοπίστους. Οἰκονομικὴ καὶ νομισματικὴ κρίση, ἐξαντλητικὴ φορολόγηση, μετακινήσεις πληθυσμῶν, συγκέντρωση πλούτου καὶ γῆς στὰ χέρια ἰσχυρῶν οἰκογενειῶν συνοδεύονται ἀπὸ μάταιες διαμάχες τῶν λογίων καὶ τάσεις καταφυγῆς στὴν «καλὴ» ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνιᾶ καὶ ἀγωνίζεται νὰ δώσει τὰ ὀρθὰ μηνύματα στοὺς πιστοὺς παρὰ τὸ συνθλιπτικὸ σφίξιμο τῆς κρατικῆς ἐξουσίας.Ἐπιδιώκει τὴν προβολὴ τῆς Ἀλήθειας πέρα ἀπὸ μωρὲς συζητήσεις καὶ ἔριδες.
Μαρτυρεῖται ὡς θαυματουργικὴ ἡ καθοδήγηση τοῦ φωτισμένου λογίου καὶ ποιητοῦ Ἰωάννου τοῦ Μαυρόποδος, Ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, ὥστε νὰ συγκεράσει τὴν ἀνάμνηση τῆς προσφορᾶς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν σὲ ἕνα κοινὸ πανηγυρισμό. Μετὰ ἀπὸ κατ΄ὄναρ προτροπὴ τῶν Ἁγίων συνέταξε τοὺς κανόνες τῆς ἑορτῆς ὑμνῶντας τὴν Παναγία Μητέρα τοῡ Θεανθρώπου, τὸν ἕνα Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τοὺς τρεῖς Θεοφόρους Κήρυκές του, ὡς «πρωτοστάτας» ὅλων ὅσων ἐστεραίωσαν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ θεῖα τους λόγια: « Τρισήλιον Φῶς, τρεῖς ἀνῆψεν ἡλίους» κατὰ τὴν ἀκροστιχίδα.
Ἡ πρόταση τοῦ Μαυρόποδος νὰ θεωροῦνται οἱ Ἅγιοι ὁμότιμοι καὶ νὰ μήν ὑπάρχει διένεξη γιὰ τὸ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς φέρων τὰ πρωτεῖα ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του οἱ ὁποῖοι ἔπαυσαν νὰ χωρίζονται σὲ Βασιλειανοὺς, Γρηγοριανοὺς καὶ Ἰωαννίτες. Τὸν Ἰανουάριο τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (1η), τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου , Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (25η ) καὶ ἡ ἀνακομιδὴ καὶ εἰς τὴν Βασιλεύουσα μεταφορὰ τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (27η ). Τὴν 30ὴ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς δόθηκε στοὺς τότε Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς μεταγενέστερους ἡ δυνατότητα νὰ ὑμνήσουν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ παρέχεται πλουσιοπάροχα μέσῳ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν: κατὰ τὸν ὑμνολόγο, «οἱ φιλόσοφοι» τιμοῦν «τούς σοφοὺς, οἱ ἱερεῖς τοὺς ποιμένας, οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς προστάτας, οἱ πένητες τοὺς πλουτίζοντας, οἱ ἐν θλίψεσι τοὺς παραμυθοῦντας, οἱ ἐν θαλάσσαις τοὺς κυβερνήτας». Οἱ «στύλοι τῆς Ἐκκλησίας» νίκησαν τὴν «ἀνυπόστατον θρασύτητα τῶν αἱρέσεων» ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζονται πλέον οἱ «κενολόγοι» ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ ἐμφανισθοῦν «ἐν μέσῳ Ἐκκλησίας». Εἶναι «οἱ ἰατροὶ ἐπιστήμονες τῶν νοσημάτων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος». Ὡς ἀναλυτὲς τῶν κοινωνικῶν καὶ ἠθικῶν προβλημάτων καλοῦνται νὰ σπεύσουν «ἐξελεῖν τοὺς πιστοὺς ἐκ τῶν τοῦ βίου σκανδάλων» καὶ «ἐκ τῶν αἰωνίων κολάσεων». Τὰ στιχηρὰ προσόμοια τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς ἀναφέρουν τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τοῦ ἔργου τους: «ὁ φθόγγος τῶν ἐνθέων καὶ σοφῶν Διδασκάλων ἐξέδραμεν εἰς πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν».Ἔγραψαν στὴν Ἑλληνικὴ ἀλλὰ «οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ...οὐδὲ λόγοι λεγόμενοι ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν». Οἱ τρεῖς Κήρυκες τῆς Τριάδος εἶναι τὰ «ὄργανα τῆς χάριτος», «κιθάραι τοῦ Πνεύματος» , «εὔσημοι σάλπιγγες» ποὺ ἠχοῦν «βροντὰς ἐξ ὕψους» καὶ κάνουν γνωστὴ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Μέσῳ τῆς ὑμνολογίας καλούμεθα νὰ πληροφορηθοῦμε ὅτι, πέρα ἀπὸ τὴ μαρτυρία ποὺ ἔδωσαν μὲ τὴν προσωπική τους ζωὴ καὶ μὲ τὸν κοινωνικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἔργου τους, οἱ τρεῖς Ἅγιοι εἶχαν ὡς κύριο μέλημα τὴν προάσπιση τῆς μόνης ἀληθινῆς Πίστεως καὶ τὸν φωτισμὸ τῶν ἀνθρώπων. Οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ «γραμματισμένοι» δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ βροῦν καλλίτερα παραδείγματα γιὰ τὴν ἀποστολή τους· ἀπὸ τοὺς τελευταίους λοιπὸν βυζαντινοὺς αἰῶνες θεώρησαν τοὺς τρεῖς « μεγίστους φωστῆρας» δικοὺς τους προστάτες.
Λαμπροί ἑορτασμοί τελοῦνταν καὶ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία στὶς Σχολὲς τοῦ Γένους. Ἱστορικὰ μαρτυρεῖται ὅτι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας στὴν Κέρκυρα, Ἄγγλος ὀρθόδοξος τὸ δόγμα, Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορ μαζύ μὲ τὸν καθηγητὴ Κωνσταντῖνο Τυπάλδο καθιέρωσαν ἐπίσημα, τὸ 1826, τὴν ἡμέρα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς ἑορτὴ τῆς Παιδείας. Τὸ παράδειγμά τους ἀκολούθησαν τὸ νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν κατὰ το ἀκαδημαϊκὸ ἔτος 1842-43 καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος μέχρι σήμερα.
Ἀνακαλύπτοντας μηνύματα ποὺ ἄντεξαν στὸ χρόνο καὶ μᾶς προσφέρονται καινούρια, ἀπαράλλακτα καὶ ἄφθορα κατὰ τὸν πανηγυρισμὸ τῆς γιορτῆς , μαθητὲς καὶ σπουδαστές τῶν γραμμάτων καὶ τῶν ἐπιστημῶν, δάσκαλοι, καθηγητὲς καὶ ἱερεῖς, γονεῖς καὶ παιδιὰ, στὸ μέτρο ποὺ ὁ καθένας χρειάζεται, βρίσκομε καὶ σήμερα ἀπαντήσεις στὰ προβλήματα καὶ καθοδήγηση ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες. Μὲ τὶς πρεσβεῖες τους, τὴ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν ἔργων τους, τὴν προσοχὴ σὲ ὅσα θὰ ὑπογραμμιστοῦν στοὺς ἑόρτιους λόγους καὶ στὰ κηρύγματα, εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγομε ἀπὸ τὶς ἀπαισιόδοξες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο. Ὡς Ἕλληνες ἔχομε τὴ εὐκαιρία νὰ μετέχομε τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ ὡς Χριστιανοὶ νὰ τὴ χρησιμοποιήσομε ὅπως οἱ τρεῖς Ἱεράρχες γιὰ νὰ λάβομε πλήρη τὴν ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας ὥστε νὰ δοῦμε «μὲ ἄλλο μάτι» τὶς κρίσεις ποὺ ἀναπόφευκτα ἔρχονται στὴ ζωὴ μας. Θὰ μποροῦμε ἔτσι νὰ ἀναφωνήσομε μαζὺ μὲ τὸν ὑμνωδό: «Τί μοι χρυσός, τί μοι πλοῦτος καὶ δόξα καὶ δυναστεία; καπνοί διαῤῥέοντες εἰς ἀέρα, πάντα οἰχέσθω, αὔρα πάντα φερέτω· ἐμοὶ πλοῦτος εἷς πολυέραστος, ἡ τῶν Διδασκάλων, τριὰς ῥητορεύουσα».