«Χίος, Λέσβος και η εκκλησιαστική γλυπτική στο Αιγαίο» - Παρουσίαση Πρωτοπρεσβυτέρου Οικουμενικού Θρόνου Δημητρίου Κ. Γεόμελου, Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Ιεράς Μητροπόλεως Χίου.

image 1Η παρουσίαση του βιβλίου «Χίος, Λέσβος και η εκκλησιαστική γλυπτική στο Αιγαίο» 16ος - 20ος αιώνας, των καθηγητών του ΑΠΘ Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά και Γιώργου Καραδέδου, από τον Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου π. Δημήτριο Κ. Γεόμελο.

Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου 18/4/2012


«Χίος, Λέσβος καί ἡ ἐκκλησιαστική γλυπτική στό Αίγαῖο»

*   *   *

Ἐπιχειρώντας, μέ τόν ἀνάλογο σεβασμό, μία προσέγγιση στήν παρουσίαση τοῦ περισπούδαστου αὐτοῦ Τόμου, πρέπει νά άναφέρωμεν, ὅτι ἀπό ὅλους τούς κλάδους τῆς Χριστιανικῆς Τέχνης ἡ γλυπτική (πλαστική) εἶναι περισσότερο ξένη πρός τόν Χριστιανισμό, ἐπειδή ἡ γλυπτική – καί μάλιστα ἡ ἀνδριαντοποιΐα-εἶχαν ὑπηρετήσει τήν εἰδωλολατρεία, καί πολλές χριστιανικές αἱρέσεις (ὅπως Ἀντινομιστές, Ὀφίτες, Καρποκρατιανοί) χρησιμοποιοῦσαν πολύ τά ἀγάλματα. Ἔτσι, ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, ἦταν ἐπιφυλακτική πρός τά ἔργα τῆς γλυπτικῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει «... οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἤ ἀργύρῳ ἤ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καί ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου τό θεῖον εἶναι ὅμοιον»(Πράξεις Ἀποστόλων 17,29).

Ὅμως, μέ τή σύζευξη τοῦ χριστιανικοῦ καί τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἡ γλυπτική, μέ τή μορφή βέβαια τοῦ ἀνάγλυφου καί ὄχι τῶν ἀγαλμάτων εἶχε μεγάλη διάδοση, κυρίως μετά τό θρίαμβο τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Δύο γενικές ἀντικρουόμενες τάσεις κυριάρχησαν. Ἡ πρώτη, πού μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε ἀντικλασική, φαινομενικά ἀπομακρυνόταν ἀπό τά κλασικά πρότυπα καί τήν προχριστιανική ἑλληνιστική κληρονομιά καί στρεφόταν σέ νέες μορφές γλυπτικῆς σχετικές μέ χριστιανικά θέματα. Ἡ δεύτερη τάση ἀνέτρεχε σέ κλασικά πρότυπα καί συνδέεται συχνά μέ τήν κοσμική γλυπτική.

Οἱ δύο αὐτές τάσεις δείχνουν πώς, μέ τό αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον γιά τίς ἐξαϋλωμένες μορφές τῆς χριστιανικῆς εἰκονογραφίας, τά ἀνάγλυφα ὑπερφαλάγγισαν τά περίοπτα γλυπτά, πού εἶχαν συνδεθεῖ μέ τό παγανιστικό παρελθόν.

Ἐπειδή ἡ ἀνάγλυφη πλαστική – τά ἀνάγλυφα- συγγενεύουν καί ὁμοιάζουν κάπως μέ τή ζωγραφική, γι’ αὐτό καί ἡ Χριστιανική Τέχνη χρησιμοποίησε τά ἀνάγλυφα καί μάλιστα σέ πλατειά κλίμακα. Ἀνάγλυφα λ.χ. βλέπομε σέ ἐπιτύμβιες πλάκες καί, κυρίως, στίς ἐπιφάνειες τῶν σαρκοφάγων. Θαυμάσια, ἐπίσης, διακοσμητικά ἀνάγλυφα, βρίσκομε, ἀργότερα, (ἀπό τόν 4ον αἰ. καί ἑξῆς) σέ ὅλα σχεδόν τά λατρευτικά οἰκοδομήματα καί, κυρίως, στά κιονόκρανα, ἐπιστύλια-κοσμῆτες, θωράκια, ἀνώφλια κλπ. τῶν παλαιοχριστιανικῶν καί βυζαντινῶν ναῶν.

Ἡ ἀρχιτεκτονική γλυπτική τῶν ναῶν χρησιμοποίησε κυρίως τό ἔξεργο ἀνάγλυφο, ἐνῶ ἦταν ἐπιφυλακτική ὡς πρός τά ὁλόγλυφα ἀγάλματα, τά ὁποῖα χρησιμοποιήθηκαν στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες γιά συμβολικά κυρίως θέματα, ὅπως εἶναι τά διάφορα ἀγαλματίδια τοῦ Καλοῦ Ποιμένα καί τοῦ Ὀρφέα. Τά ἀγαλματίδια αὐτά δέν ἦταν τοποθετημένα μέσα σέ λατρευτικά οἰκοδομήματα, ἀλλά σέ τάφους, πλατεῖες, κρῆνες, ἦταν δηλ. διακοσμητικά καί ὄχι λατρευτικά. Ἔχουν διασωθεῖ 12 τοῦ Καλοῦ Ποιμένα, 3 τοῦ Ὀρφέα καί 1 τοῦ Χριστοῦ ὡς Διδασκάλου.

Εἰδικώτερον, ἡ σημερινή Ἐκδήλωση « ἔρχεται νά φωτίσει μιά ἄγνωστη πλευρά τῆς ἑλληνικῆς τέχνης καί παράδοσης στήν περιοχή μας, ὅπου συναντιέται ἡ Ἀνατολή μέ τή Δύση κι ὅπου ἐπιδράσεις ἀπό τήν κλασική Ἑλλάδα, τήν Ἀναγέννηση, τό μπαρόκ καί ἀργότερα τόν κλασικισμό ἔρχονται ἀπό διάφορους δρόμους κι ἐπηρεάζουν δημιουργικά τή ντόπια παράδοση.»

Ἔρχεται, γιά μιά ἀκόμη φορά, νά ἐπιβεβαιώσει δυναμικά, τόν βαθύ καί πλούσιο πνευματικό καί πολιτιστικό χαρακτήρα τοῦ νησιοῦ μας, ἐκφρασμένο πλούσια καί χαρισματικά μέσα στούς τελευταίους αἰῶνες. Ἡ Χίος διαπρέπει ὡς «πρώτη στ’ ἄρμενα, τίς τέχνες καί τά γράμματα» καί μάλιστα σέ χρόνους Ὀθωμανικῆς δουλείας, ὑπηρετώντας, καί μέ τήν Ἐκκλησιαστική Τέχνη, τό Πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς Κλασικῆς Ἑλλάδος. Κι ὅταν ἡ καταστροφή τῆς Χίου τό 1822 θά διασκορπίσει τούς φωτισμένους Χίους δημιουργούς σέ ἄλλα νησιά καί σέ ὅλη τή Μεσόγειο, τό νησί μας θά συνεχίσει καί μέ τούς Τήνιους καλλιτέχνες, τόν 19 αἰ., πρωτοποριακή τήν δημιουργία ἔργων ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης. Ἕνα τέτοιο δημιούργημα στό νησί μας εἶναι τό τέμπλο (εἰκονοστάσι) τοῦ Ἰωάννη Χαλεπᾶ, τό 1876, στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Λουκᾶ Βαρβασίου, ὅπου μέ ἔθεσε νά ὑπηρετῶ ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας. Ἡ ὅλη κατασκευή καί θεματολογία του προέρχεται ἀπό τήν κλασική Ἑλλάδα, (ἡ βάση του εἶναι βάση γιά προτομές, ὑπέροχα κιονόκρανα-δουλεμένα μάλιστα διπλᾶ-, ἀετώματα, ἀκροκέραμα, μαίανδροι, ἄνθη, φύλλα ἀκάνθου, ἔξεργοι ἄγγελοι κ.ἄ.) μέ ἐπίστεψη τόν Σταυρόν ἐπί σφαίρας, συμβολιζούσης ὅλην τήν γῆν.

Ὀφείλομε, λοιπόν, χάριτας καί ἀπό κέντρου καρδίας εὐχαριστίας, ἀλλά καί συγχαρητηρίους προσρήσεις, στούς ἐλλογιμωτάτους Καθηγητάς τοῦ Α.Π.Θ., τήν κ. Ἀλεξάνδραν Γουλάκη-Βουτυρᾶ καί τόν κ. Γεώργιον Καραδέδον, γιά τόν περισπούδαστον αὐτόν Τόμον, πού, ὡς θησαυρόν πολύτιμον, ἀνεῦρον καί ἀνείλκυσαν καί τηλαυγῆ προσφέρουν. Ὁπωσδήποτε πρέπει νά εἶναι μεγάλη ἡ χαρά καί ἡ ἱκανοποίησις πού αἰσθάνονται, ἀνάλογη τοῦ πολλοῦ κόπου καί μόχθου πού κατέβαλαν στήν ἔρευνα, συλλογή καί πραγμάτωση τοῦ ἔργου τους. Τιτάνια, θά ἔλεγε κανείς, ἡ προσπάθειά των, γι’ αὐτό καί ἡ εὐγνωμοσύνη μας εἶναι μεγάλη καί θά παραμένει ἄσβεστη.

Ἡ μελέτη τοῦ ἀποτυπωμένου στόν Τόμο αὐτό ἔργου δέν ἱκανοποιεῖ μόνο γνωσιολογικά καί αἰσθητικά, ἀλλά καί καταδεικνύει ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Χιώτη Χριστιανοῦ μέσα στούς Ἱερούς Ναούς μας, σέ αἰῶνες Ὀθωμανικῆς δουλείας, παρέμεινε ἐλεύθερη καί ἀδέσμευτη, πιστή καί ἀφοσιωμένη, καί μεσουράνησε ὑπηρετώντας Χριστό καί Ἑλλάδα.

π. Δημήτριος Κ. Γεόμελος 


Εκτύπωση   Email