Μέ πολλή ἀγάπη ἀποδίδουμε τόν εὐφρόσυνο χαιρετισμό καί τήν ταπεινή εὐλογία μας πρός τούς διακεκριμένους ὁμηριστές καί τούς ἐκλεκτούς συνέδρους, οἱ ὁποῖοι ἀφοσιώθηκαν στίς ὁμηρικές σπουδές καί ἐντρυφοῦν στή μελέτη τῶν κλασικῶν γραμμάτων.
Ἡ Χίος δικαίως σεμνύνεται καί τιμᾶται ὡς τό κατ’ ἐξοχήν νησί τοῦ Ὁμήρου καί ὡς διαχρονικό διδασκαλεῖο τῶν ἔργων του, ἑνός ἀδαπάνητου θησαυροῦ μέ παγκόσμια ἀκτινοβολία, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νά μελετᾶται καί νά ἐμπνέει σέ οἰκουμενική κλίμακα. Ἡ ὁμηρική κληρονομιά διαποτίζει κάθε γωνιά αὐτοῦ τοῦ τόπου μέ βαθειές ρίζες, τόσο ἱστορικές καί βιωματικές, ὅσο καί στήν περιοχή τῶν γραμμάτων καί τῆς παιδείας.
Ἡ κληρονομιά τοῦ Ὁμήρου βιώθηκε ἐδῶ ὡς διαχρονικός συνεκτικός παράγοντας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί καλλιεργήθηκε δημιουργικά ὡς θάλλουσα καί ζωντανή παράδοση. Τήν κεντρική αὐτή θέση τοῦ Ὁμήρου στόν ὁρίζοντα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς διατήρησε καί ἐπαύξησε ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία περιέβαλε μέ πολλή ἀγάπη καί τιμή τόν κορυφαῖο τῶν ποιητῶν. Ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε «ἐν λόγῳ ἑλληνικῷ», ὡς συγκληρονόμος τῆς μακραίωνης γλωσσικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχή καί θαυμαστό πρότυπό της τό ἔργο τοῦ Ὁμήρου. Ἡ ἀπαράμιλλη χάρη, δύναμη καί βαρύτητα τοῦ ποιητικοῦ του λόγου γονιμοποίησε τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ διδασκαλία Της ἀνέδειξε τό οὐσιαστικό μήνυμα τῆς ποιήσεώς του ὡς «ἔπαινον ἀρετῆς»: «Πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει» (Μεγάλου Βασιλείου, «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»).
Ἡ καταξίωση τοῦ Ὁμήρου στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖται ἀπό τά πολυάριθμα παραδείγματα τῶν φωτισμένων καί πολυγραφότατων ἁγίων ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τόν Μεγάλο Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὥς τόν ἱερό Φώτιο καί τόν λόγιο ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἅγιο Εὐστάθιο τόν Κατάφλωρο, προστάτη τῶν ὁμηρικῶν σπουδῶν. Τούς ἐμπνευσμένους αὐτούς Πατέρες πλαισίωσε μία πλειάδα βυζαντινῶν ὁμηριστῶν, ὅπως οἱ Μιχαήλ Ψελλός, Ἰωάννης Τζέτζης, Ἰωάννης Πεδιάσιμος, Γεώργιος Παχυμέρης, Μανουήλ Χρυσολωρᾶς, ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν στήν Ἰταλία καί μεταλαμπάδευσαν τό πνεῦμα τοῦ Ὁμήρου καί τήν παράδοση τῆς ὁμηρικῆς φιλολογίας στήν Δύση.
Στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ἀλλά καί σέ ὁμηρικές παραφράσεις τοῦ εὐαγγελικοῦ κειμένου, ἡ χρήση τῆς πάλλουσας ὁμηρικῆς διαλέκτου καί μέτρων τῆς παραδόσεως τοῦ δακτυλικοῦ ἑξαμέτρου ὑπηρετεῖ καί ἐμπεριέχει τήν λειτουργία ἑνός ὕφους ὑψηλοῦ καί ὑπερβατικοῦ, ἐνδεδειγμένου γιά ἱερά θέματα, ὅπου ἡ ἀρτιότητα τῆς μορφῆς ἁμιλλᾶται τήν σοβαρότητα καί τό ὕφος τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ὁμηρικοῦ λόγου ἀναδεικνύεται καί καλλιεργεῖται ὑπό χριστιανική ὀπτική ὡς ἡ ἀρτιότερη καί πληρέστερη ἔκφραση τοῦ θείου δώρου τῆς ποιήσεως καί τῶν ἁγνῶν ἠθικῶν ἰδεωδῶν τῆς ὁμηρικῆς ἀριστείας.
Στό ἔργο τοῦ Ὁμήρου ἀναγνωρίζουμε τό κάλλος καί τήν παιδευτική δύναμη, τό καύχημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τό δίδαγμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Χρέος μας εἶναι ἐπίσης νά συλλάβουμε βαθύτερα τήν ὁμηρική παράδοση, ὄχι μόνο ὡς μέρος τῆς κληρονομιᾶς μας, ἀλλά καί ὡς διαρκής μετάληψη χάριτος καί πνευματική ἀφύπνιση στή βάση μιᾶς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ἀναγέννησης.
Συγχαίρω ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς μου τήν Ἐλλογιμωτάτη κ. Μαρία-Ἐλευθερία Γιατράκου καί ὅλους τούς ἀγαπητούς διοργανωτές καί συνέδρους γιά τήν γενναία καί εὐρεῖα τους συμβολή στήν προαγωγή τῶν θησαυρῶν τῶν κλασικῶν γραμμάτων καί τῆς μελέτης τῶν λαμπρῶν δημιουργιῶν τοῦ ὁμηρικοῦ λόγου, σέ πεῖσμα τῶν χαλεπῶν καιρῶν, καί θερμά εὔχομαι πλατειά εὐόδωση τῶν ἐφετινῶν ἐργασιῶν τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας, μέ τόν φωτισμό καί τήν εὐλογία τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου μας.