Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλουπόλεως κ. Ἱερεμίου
1. Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ σχετική ἔρευνα ἐπί τῶν Εὐαγγελίων τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει δεχθεῖ ὅτι τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον εἶναι τό πρῶτο χρονολογικῶς Εὐαγγέλιο καί ἑπομένως αὐτό ἀπετέλεσε πηγή καί τῶν λοιπῶν Εὐαγγελίων. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὅμως νά γράψω ἐδῶ, ὄχι ἄσχετα πρός τό θέμα τοῦ ἄρθρου, ὅτι δέν πρέπει νά ἀποκλείσουμε καί τήν παλαιά γνώμη, τήν ὁποία δέχεται ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι δηλαδή πρῶτο χρονολογικῶς Εὐαγγέλιο εἶναι τό κατά Ματθαῖον, ὅπως ἔτσι, πρῶτο φέρεται καί στόν Κανόνα. Αὐτό ὅμως τό πρῶτο κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο – κατά τήν γνώμη αὐτή – δέν εἶναι τό σημερινό κατά Ματθαῖον, τό ὁποῖο ἐγράφη ἀπ᾽ εὐθείας στήν Ἑλληνική, ἀλλά ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ Παπίας, λέγων ὅτι «Ματθαῖος ἑβραΐδι διαλέκτῳ τά λόγια συνεγράψατο» (Eὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστ., ΙΙΙ 39,16). Μετά ἀπό αὐτό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τό γραφέν στήν Ἑβραϊκή διά κατηχητικούς λόγους καί ἀπολεσθέν, ἐγράφη τό κατά Μᾶρκον, ἔπειτα τό σημερινόν κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο καί ἔπειτα τό κατά Λουκᾶν.
2. Τά παραπάνω ἔγραψα, διότι μᾶς χρησιμεύουν ὡς ἀπάντηση στό σοβαρό ἐρώτημα τοῦ θέματος, πού μοῦ ἔθεσε ὁ Σεβασμιώτατος, τῆς σχέσεως δηλαδή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου μέ τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό θέμα αὐτό τό χαρακτήρισα ὡς δύσκολο, διότι ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος εἶναι γνωστό ὅτι δέν χρησιμοποιεῖ πολύ τήν Παλαιά Διαθήκη στό Εὐαγγέλιό του. Τό πράγμα προκαλεῖ μεγάλη ἀπορία, εἰδικά γιά τόν Εὐαγγελιστή Μᾶρκο, καί θά πῶ τό γιατί: Δέν θά περιμέναμε ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Μᾶρκο, εἰδικά ἀπό αὐτόν δέν θά περιμέναμε, ἐπαναλαμβάνω, νά μήν χρησιμοποιεῖ, περισσότερο μάλιστα τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν, τήν Παλαιά Διαθήκη. Καί δέν θά τό περιμέναμε αὐτό, γιατί ἀπό νεαρός ἤδη ἀπέδειξε ὁ Εὐαγγελιστής τήν ἀγάπη του σ᾽ αὐτήν. Ἄς ἀναφέρω τό περιστατικό: Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὁ Μᾶρκος (τό ἄλλο του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης) ἦταν μέ τόν θεῖο του ἀπόστολο Βαρνάβα συνοδοί τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ἀρχή τῆς πρώτης του ἀποστολικῆς περιοδείας, ἀλλά στήν συνέχεια ὁ Μᾶρκος ἔφυγε ἀπό τήν συνοδεία τῶν Ἀποστόλων καί ἐπέστρεψε στά Ἰεροσόλυμα (βλ. 13,5.13). Ἡ αἰτία δέ τῆς φυγῆς τοῦ μικροῦ Μάρκου δέν ἦταν αὐτό πού λέγεται, ὅτι δηλαδή ὡς μικρός ἐδειλίασε ἀπό τό δύσκολο τῆς περιοδείας πρός τήν Πέργη τῆς Παμφιλίας ἤ τό ὅτι παραθεωρήθηκε ὁ θεῖος του Βαρνάβας καί τήν ἀρχηγία εἶχε ὁ Παῦλος, ἀλλά ἦταν μία βαθύτερη αἰτία, πού πρέπει νά τήν καταθέσουμε, διότι σχετίζεται ἄμεσα μέ τό θέμα μας. Ὁ κύριος λόγος τῆς φυγῆς τοῦ Μάρκου ἀπό τήν περιοδεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν ὅτι ἔβλεπε ὅτι ὁ Παῦλος ἐκκλίνει ἀπό τήν γραμμή τῆς ἕδρας τῆς Ἰερουσαλήμ, ἡ ὁποία τόνιζε ἰσχυρά τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπό τήν ἀγάπη του δηλαδή πρός τήν Παλαιά Διαθήκη ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἔφυγε ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, διότι νόμιζε ὅτι δέν τελοῦνται τά θέσμιά της ἀπό αὐτόν, ὅπως αὐτά τηροῦνταν στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου ἐμεγάλωσε. Ὁ συγγραφεύς τῶν Πράξεων Εὐαγγελιστής Λουκᾶς τό ὑποδηλώνει αὐτό μέ τήν ἔκφρασή του «Ἰωάννης δέ ἀποχωρήσας ἀπ᾽ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἰεροσόλυμα» (Πράξ. 13,13). Ἐάν ἡ φυγή τοῦ Μάρκου ἀπό τόν Παῦλο εἶχε ἄλλη αἰτία καί ὄχι αὐτή πού ἀναφέραμε, δέν θά τήν ἀνέφερε κἄν ὁ Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος διηγεῖται, καί μάλιστα μέ λεπτότητα γλώσσης, γεγονότα ἔχοντα βαθυτέρα ἔννοια.
Ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, πέραν αὐτοῦ τοῦ ἐπεισοδίου, εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός γιά τήν ποιμαντική του πρός τούς ἰουδαΐζοντες χριστιανούς, τήν ἀγάπη του σ᾽ αὐτούς καί τήν προφύλαξή του γιά νά μήν νομιστεῖ ἀπό αὐτούς ὅτι παραθεωρεῖ τόν μωσαϊκό Νόμο (βλ. Γαλ. κεφ. 2).
3. Τό ἐρώτημα λοιπόν τώρα, τό ὁποῖο ἐγείρεται ὡς μεγάλη ἀπορία, εἶναι: Γιατί ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος δέν χρησιμοποιεῖ πολύ στό Εὐαγγέλιό του τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀφοῦ, νεαρός ἀκόμη, ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του πρός αὐτήν, ἀποχωρήσας μάλιστα – κατά τήν ἑρμηνεία πού ἐδώσαμε – ἀπό αὐτόν τόν ἀπόστολο Παῦλο καί ἀφοῦ ὑπῆρξε ἀκόλουθος τοῦ Πέτρου;
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό εἶναι, πρῶτον μέν ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἀπευθύνει τό Εὐαγγέλιό του, ὅπως γίνεται παραδεκτό ἀπ᾽ ὅλους τούς εἰδικούς, σέ χριστιανούς προερχομένους ἀπό τά ἔθνη· γι᾽ αὐτό καί γράφει στήν ἑλληνική γλώσσα καί γι᾽ αὐτό οἱ χρησιμοποιούμενες ἑβραϊκές ἐκφράσεις (π.χ. Ταλιθά κούμ, 5,41· ἐφφαθά, 7,34, γέεννα, 9,43 κ.ἄ.) ἐπεξηγοῦνται ἀμέσως στήν ἑλληνική. Καί δεύτερον ἐπιχείρημα, γιατί ὁ Μᾶρκος δέν χρησιμοποιεῖ Παλαιά Διαθήκη, εἶναι αὐτό πού ἐγράψαμε στήν ἀρχή περί τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Τά ἐξηγῶ σαφέστερα:
(α) Ἀφοῦ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει τό Εὐαγγέλιό του σέ χριστιανούς προερχομένους ἀπό τόν ἐθνικό κόσμο, φυσικό εἶναι νά μήν παραθέσει στό κείμενό του πολλά γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί περικοπές λόγων ἐξ αὐτῆς, διότι δέν θά τά ἐγνώριζαν αὐτά οἱ παραλῆπτες. Τό Εὐαγγέλιό του θεωρεῖται ὡς ἕνα κατηχητικό κείμενο γιά τούς προερχομένους ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, ὅπως τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ κατήχηση γιά τούς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς.
(β) Μέ τήν ὑπόθεση ὅτι ἔχει γραφεῖ ἤδη τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, αὐτό γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Παπίας (βλ. § 1), ὑπῆρχε Εὐαγγέλιο μέ πολλές ἀναφορές γεγονότων καί λόγων στήν Παλαιά Διαθήκη καί δέν ἦταν λοιπόν ἀνάγκη νά γραφεῖ καί ἕνα παρόμοιο μέ αὐτό. Ἔπειτα ὁ σκοπός τῆς συγγραφῆς τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πού ἤθελε νά παρουσιάσει γενικά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν διαφορετικός ἀπό τόν σκοπό τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος κάνει πλούσια χρήση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί θέλει νά ἀποδείξει στούς Ἰουδαίους ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἀνταποκρίνονται ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Μεσσίου.
4. Παρά ταῦτα, ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, ἄν ὄχι πλουσίως, ὅμως χρησιμοποιεῖ τήν Παλαιά Διαθήκη στό Εὐαγγέλιό του. Στό πρῶτο ἤδη κεφάλαιο μνημονεύει, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές, τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή Ἰωάννη. Καί μάλιστα τόν μνημονεύει ἀρχόμενος μέ τήν ἔκφραση «ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις» (1,2), ἔκφραση ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη σχεδόν τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἔπειτα χαρακτηρίζων τό περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μήνυμα ὡς «Εὐαγγέλιον» («ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου», 1,1) φαίνεται ἐξαρτώμενος ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα (61,1-2), ὅπως καί σαφῶς καί ὀνομαστικῶς περί τοῦ προφήτου αὐτοῦ λέγει καί ἀλλοῦ στό Εὐαγγέλιό του, ὅταν, γιά παράδειγμα, ὁ Κύριος ὁμιλεῖ περί τῆς ἀληθοῦς λατρείας (π.χ. 7,6-7). Βλ. καί Ἠσ. 56,7. Ἀλλά καί ἄλλες παραθέσεις ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο καί μάλιστα χριστολογικές παραθέσεις ἀπό τό Ψαλτήριο καί τούς Προφῆτες (βλ. Ψαλμ. 117,22. 109,1. 21,2. Δαν. 12,11. 11,31. Ζαχ. 13,7. Ἠσ. 53,12 κ.ἄ.).
5. Ἀλλά, ἐάν ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος, γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε προηγουμένως, δέν χρησιμοποιεῖ πολύ στό Εὐαγγέλιό του τήν Παλαιά Διαθήκη, δίνει ὅμως σ᾽ αὐτό τό πιό σοβαρό: Δίνει τήν θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν σκοπό δηλαδή γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη αὐτή. Καί ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ Καινή Διαθήκη, ἡ σύσταση δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν νέο Ἰσραήλ. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος κάνει ἰδιαίτερα λόγο γιά τήν ἀπιστία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ πρός τόν Ἰησοῦ (π.χ. 4,12), γιά τήν ἀπιστία καί τήν πώρωση τῶν Ἰουδαίων (7,8) καί τήν ἀπόρριψή τους γι᾽ αὐτό, ἡ ὁποία ὑπονοεῖται μέ τήν κατάρα τῆς ἄκαρπης συκῆς (11,12-14) καί τήν προφητεία περί τῆς καταστροφῆς τοῦ Ναοῦ (13,12). Ἐνῶ δέ ἀπορρίπτεται ὁ παλαιός Ἰσραήλ, ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος ὁμιλεῖ στό Εὐαγγέλιό του γιά τήν σύσταση ἀπό τόν Ἰησοῦ ἑνός νέου Ἰσραήλ. Ὁ νέος αὐτός Ἰσραήλ θά ἀποτελεῖται ὄχι μόνον ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί ἀπό τούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν ζωντανή πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἡ Συροφοινίκισσα (7,24-30), καί θά Τόν ὁμολογοῦν, ὅπως ὁ Κεντυρίων (15,39).-
* * *