ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

AGIOSIAKOBOSADELFOTHEOS

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ . Ἰερεμίου.

Εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀ­δελ­φοί μου χρι­στια­νοί, τὸν ἐ­νά­ρε­τον καὶ σο­φὸν Ποι­με­νάρ­χην σας, τὸν πο­λυ­σέ­βα­στον εἰς ἐ­μέ, ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὅ­λη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, Μη­τρο­πο­λί­την Χί­ου,Ψα­ρῶν καὶ Οἰ­νουσ­σῶν Κον Κον ΜΑΡΚΟΝ, δι­ό­τι μου ἔ­δω­σε τὴν χα­ρὰ τὴν ση­με­ρι­νὴ ἡ­μέ­ρα νὰ ἔλ­θω ὡς προ­σκυ­νη­τὴς εἰς τὴν Ἱ­εράν σας νῆ­σον τῆς Χί­ου, διὰ νὰ ὁ­μι­λή­σω ἐ­νώ­πιόν σας στὸ κα­θο­ρι­σθὲν ὑπ’ Αὐ­τοῦ θέ­μα, πε­ρὶ τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­δελ­φο­θέ­ου Ἰ­α­κώ­βου. Ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νος ὁ χρό­νος τῆς ὁ­μι­λί­ας, εἰ­σέρ­χο­μαι κατ’ εὐ­θεῖ­αν εἰς τὸ θέ­μα.

  • Ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος, ἀ­δελ­φοί μου χρι­στια­νοί, ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος Ἐ­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ ἀ­πὸ τὴν ὑ­ψη­λή του, λοι­πόν, αὐ­τὴ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ θέ­ση ἀ­πο­στέλ­λει μί­α ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς ὅ­λους τους χρι­στια­νούς, πρὸς τὴν κά­θ’ ὅ­λου, δη­λα­δή, Ἐκ­κλη­σί­α, γι’ αὐ­τὸ ἡ ἐ­πι­στο­λὴ του κα­λεῖ­ται «Κα­θο­λι­κή». – Κα­λεῖ­ται «ἀ­δελ­φό­θε­ος» ὁ Ἰ­ά­κω­βος, για­τί ἦ­ταν παι­δὶ τοῦ μνή­στο­ρος τῆς Παρ­θέ­νου Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ προ­η­γού­με­νο γά­μο του. Ἐ­πει­δὴ ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἐ­κα­λεῖ­το θε­τὸς πα­τέ­ρας τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἰ­ά­κω­βος κα­λεῖ­ται «ἀ­δελ­φό­θε­ος».

– Ἡ κα­θο­λι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου, τὴν ὁ­ποί­α θὰ πα­ρου­σιά­σω μὲ σύν­το­μο τρό­πο, εἶ­ναι μί­α πρα­κτι­κὴ Κα­τή­χη­ση γιὰ τὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως γιὰ κα­τη­χη­τι­κὸ πά­λι λό­γο ἐ­γρά­φη ἀρ­γό­τε­ρα καὶ τὸ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἄλ­λα Εὐ­αγ­γέ­λια. Ἐ­πει­δὴ δὲ πρό­κει­ται πε­ρὶ Κα­τη­χή­σε­ως, γι’ αὐ­τὸ τὰ θέ­μα­τα ποὺ θί­γον­ται στὴν Ἐ­πι­στο­λὴ εἶ­ναι ποι­κίλα.

2. Ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος ἀρ­χί­ζει μὲ τὸ θέ­μα τῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν πει­ρα­σμῶν, δη­λα­δή, τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν τοῦ βί­ου, ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ὅ­λοι στὴν ζω­ή. Καὶ λέ­γει ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος στοὺς χρι­στια­νοὺς νὰ χαί­ρον­ται στὶς θλί­ψεις καὶ στὶς δο­κι­μα­σί­ες, για­τί γυ­μνά­ζον­ται μ’ αὐ­τὲς στὴν πί­στη καὶ αὐ­τὸ τὸ γύ­μνα­σμα φέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο ὑ­πο­μο­νὴ («τὸ δο­κί­μιον ὑ­μῶν τῆς πί­στε­ως κα­τερ­γά­ζε­ται ὑ­πο­μο­νήν», 1,3). Ὅ­ποι­ος δὲ ἔ­χει ὑ­πο­μο­νὴ, ἔ­χει εἰ­ρή­νη καὶ ἀ­τα­ρα­ξί­α, ἔ­χει πα­ρά­δει­σο μέ­σα του («ἡ δὲ ὑ­πο­μο­νὴ ἔρ­γον τέ­λει­ον ἐ­χέ­τω»), εἶ­ναι τέ­λει­ος, δὲν τοῦ λεί­πει τί­πο­τε («ἵ­να ἦ­τε τέ­λει­οι καὶ ὁ­λό­κλη­ροι, ἐν μη­δε­νὶ λει­πό­με­νοι», 1,4).

Τὸ νὰ χαί­ρον­ται οἱ χρι­στια­νοὶ μὲ ὑ­πο­μο­νὴ στὶς θλί­ψεις τους, αὐ­τὸ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος τὸ λέ­ει «σο­φί­α». Αὐ­τὴ τὴν σο­φί­α, μᾶς λέ­γει ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος, νὰ τὴν ζη­τᾶ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἀλ­λά, γιὰ νὰ τὴν λά­βου­με, νὰ τὴν ζη­τᾶ­με μὲ πί­στη, καὶ ὄ­χι δι­α­κρι­νό­με­νοι («Εἰ δὲ τις ὑ­μῶν λεί­πε­ται σο­φί­ας, αἰ­τεί­τω πα­ρὰ τοῦ δι­δόν­τος Θε­οῦ…». «Αἰ­τεί­τω δὲ ἐν πί­στει, μη­δὲν δι­α­κρι­νό­με­νος», 1,5.6). Οἱ θλί­ψεις καὶ οἱ δο­κι­μα­σί­ες, λοι­πόν, χρι­στια­νοί μου, γυ­μνά­ζουν τὸν ἄν­θρω­πο καὶ ἂν κρι­θεῖ βρα­βεύ­σι­μος, θὰ πά­ρει τὸν στέ­φα­νο ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο («…ὅ­τι δό­κι­μος γε­νό­με­νος λή­ψε­ται τὸν στέ­φα­νον τῆς ζω­ῆς, ὂν ἐ­πηγ­γεί­λα­το ὁ Κύ­ριος τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν αὐ­τόν», 1,12).

Οἱ πα­ρα­πά­νω πει­ρα­σμοί, οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὶ πει­ρα­σμοί ὅ­πως τοὺς εἴ­πα­με, πα­ρα­χω­ροῦν­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Οἱ ἄλ­λοι ὅ­μως πει­ρα­σμοί, οἱ ἐ­σω­τε­ρι­κοί, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ κα­κοὶ λο­γι­σμοί καὶ οἱ κα­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες κ.λπ., αὐ­τοί, ὄ­χι, δὲν πα­ρα­χωροῦν­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴν κα­κή μας ἐ­πι­θυ­μί­α («ἕ­κα­στος δὲ πει­ρά­ζε­ται ὑ­πὸ τῆς ἰ­δί­ας ἐ­πι­θυ­μί­ας ἐ­ξελ­κό­με­νος καὶ δε­λε­α­ζό­με­νος», 1,14). Τὴν δὲ κα­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος τὴν πα­ρι­στά­νει ἐ­δῶ σὰν μί­α κα­κὴ γυ­ναί­κα, ποὺ συλ­λαμ­βά­νει καὶ γεν­νά­ει τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἡ δὲ ἁ­μαρ­τί­α φέ­ρει ἔ­πει­τα τὸν θά­να­το («εἶτα ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α συλ­λα­βοῦ­σα τί­κτει ἁ­μαρ­τί­αν, ἡ δὲ ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πο­τε­λε­σθεῖ­σα ἀ­πο­κύ­ει θά­να­τον»,1,15), τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το, τὴν ἀ­πο­κο­πὴ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α, λοι­πόν καὶ τὸ κα­κὸ δὲν προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ προ­έρ­χε­ται μό­νο τὸ κα­λό. «Πᾶ­σα δό­σις ἀ­γα­θὴ καὶ πᾶν δώ­ρη­μα τέ­λει­ον ἄ­νω­θέν ἐ­στι κα­τα­βαῖ­νον» (1,17).

3. Στὴν συ­νέ­χεια ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος θέ­λει νὰ κά­νει σω­στούς τους χρι­στια­νοὺς μὲ σω­στὴ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα. Μι­λά­ει, λοι­πόν, τώ­ρα ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος γιὰ τὴν ἔμ­πρα­κτη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, τὴν εὐ­ά­ρε­στη στὸν Θε­ό. Κα­τὰ τὴν Κα­θο­λι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ πρέ­πει (α) νὰ ἔ­χει αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α. Νὰ μὴν εἶ­ναι φλύ­α­ρος, ἀλ­λὰ νὰ ἔ­χει βά­θος πνευ­μα­τι­κὸ («ἔ­στω πᾶς ἄν­θρω­πος τα­χὺς εἰς τὸ ἀ­κοῦ­σαι, βρα­δὺς εἰς τὸ λα­λῆ­σαι, βρα­δὺς εἰς ὀρ­γήν», 1,19). Πρέ­πει νὰ συγ­κρα­τεῖ τὸν θυ­μό του. Νὰ εἶ­ναι «βρα­δὺς εἰς ὀρ­γήν». Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ πρέ­πει (β) νὰ εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἀ­κρο­α­τής, ἀλ­λὰ καὶ ποι­η­τὴς τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ «πα­ρα­λο­γί­ζε­ται» («γί­νε­σθε δὲ ποι­η­ταὶ λό­γου καὶ μὴ μό­νον ἀ­κρο­α­ταί, πα­ρα­λο­γι­ζό­με­νοι ἑ­αυ­τούς», 1,22). Δη­λα­δὴ δὲν κά­νει κα­λὸ λο­γα­ρια­σμό! Ὑ­πο­λο­γί­ζει γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α του τὴν ἀ­κρό­α­ση μό­νο τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. Δη­λα­δή, ἐ­νῶ γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας ἀ­παι­τεῖ­ται ὄ­χι μό­νο ἡ ἀ­κρό­α­ση, ἀλ­λὰ προ­παν­τὸς ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θεί­ου λό­γου, ἐ­μεῖς κα­τα­βάλ­λου­με γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας μό­νο τὴν ἀ­κρό­α­ση. Καὶ γιὰ νὰ δεί­ξει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος πό­σο ἀ­νού­σιο εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­κού­ει κα­νεὶς μό­νο τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ χω­ρὶς νὰ προ­χω­ρεῖ στὴν ἐ­φαρ­μο­γή του, μᾶς λέ­γει καὶ ἕ­να δεύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα: Ἀ­να­φέ­ρει κά­ποι­ον ποὺ μπρο­στὰ στὸν κα­θρέ­πτη βλέ­πει τὸ πρό­σω­πό του. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πει εἶ­ναι ἕ­να φά­σμα, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν κα­θρέ­πτη («ὅ­τι εἰ τις ἀ­κρο­α­τὴς λό­γου ἐ­στί καὶ οὐ ποι­η­τής, οὗ­τος ἔ­οι­κεν ἀν­δρὶ κα­τα­νο­οῦν­τι τὸ πρό­σω­πον τῆς γε­νέ­σε­ως αὐ­τοῦ ἐν ἐ­σό­πτρω. Κα­τε­νό­η­σε γὰρ ἑ­αυ­τὸν καὶ ἀ­πε­λή­λυ­θε, καὶ εὐ­θέ­ως ἐ­πε­λά­θε­το ὁ­ποῖ­ος ἦν», 1, 23-24). Βλέ­πει ἕ­να φά­σμα, ὄ­χι πραγ­μα­τι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο.

4. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ψεύ­τι­κη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Καὶ μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α αὐ­τὴ ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος πε­ρὶ τῶν «θρή­σκων». Αὐ­τοὶ ἐ­καυ­χῶν­το γιὰ τοὺς τύ­πους μό­νο. Ἀλ­λὰ αὐ­τό, χρι­στια­νοί μου, λέ­γε­ται «θρη­σκεί­α», ἐ­νῶ ἡ σχέ­ση μας μὲ τὸν Θε­ὸ λέ­γε­ται «πί­στις», ἀ­πὸ τὸ ρῆ­μα «ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι». Οἱ ἀ­γα­πώ­με­νοι μό­νο ἐμ­πι­στεύ­ον­ται. Ἡ «θρη­σκεί­α» δὲν εἶ­ναι κα­θα­ρὴ θρη­σκεί­α. Ὁ Ἅ­γιος Ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος ἀ­να­φέ­ρει ἐ­δῶ ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο λό­γο, ποὺ εἶ­ναι ἀ­δά­μας τῆς ἐ­πι­στο­λῆς. Λέ­γει μὲ σύν­το­μο λό­γο τί εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ θρη­σκεί­α. Λέ­γει: «Θρη­σκεί­α κα­θα­ρὰ καὶ ἀ­μί­αν­τος πα­ρὰ τῷ Θε­ῶ καὶ Πα­τρὶ αὕτη ἐ­στίν, ἐ­πι­σκέ­πτε­σθαι ὀρ­φα­νοὺς καὶ χή­ρας ἐν τῇ θλί­ψει αὐ­τῶν, ἄ­σπι­λον ἑ­αυ­τὸν τη­ρεῖν ἀ­πὸ τοῦ κό­σμου» (1,27). Δη­λα­δή, σω­στὴ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­με­θα νὰ κα­θα­ρί­σου­με τὴν καρ­διά μας ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ νὰ φε­ρό­μα­στε μὲ ἀ­γά­πη καὶ φι­λαν­θρω­πί­α στοὺς φτω­χοὺς καὶ θλιμ­μέ­νους ἀ­δελ­φούς μας!

5. Πα­ρα­μέ­νον­τας στὸ ἴ­διο θέ­μα, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος, στὸ θέ­μα πῶς πρέ­πει νὰ πο­λι­τεύ­ε­ται ὁ χρι­στια­νὸς καὶ τί νὰ ἀ­πο­φεύ­γει, λέ­γει στὴν συ­νέ­χεια (γ) ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν προ­σω­πο­λη­ψί­α («ἀ­δελ­φοί μου, μὴ ἐν προ­σω­πο­λη­ψί­αις ἔ­χε­τε τὴν πί­στιν τοῦ Κυ­ρί­ου ἠ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ τῆς δό­ξης…», 2,1 ἑξ.). Προ­σω­πο­λη­ψί­α εἶ­ναι νὰ τι­μοῦ­με μό­νο τὸν ἐ­πί­ση­μο καὶ τὸν πλού­σιο καὶ νὰ ὑ­πο­τι­μοῦ­με τὸν πτω­χὸ καὶ τὸν ἄ­ση­μο ἄν­θρω­πο. Ἀ­πα­ρά­δε­κτο αὐ­τό, χρι­στια­νοί μου, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, για­τί, λέ­γει ὁ ἅ­γιος ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος, ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση ὅ­λου του Νό­μου τοῦ Θε­οῦ («ὅ­στις γάρ, ὅ­λον τὸν νό­μον τη­ρή­ση, πταί­ση δὲ ἐ­νί, γέ­γο­νε πάν­των ἔ­νο­χος», 2,10). Εἶ­ναι προ­σβο­λὴ τοῦ «Βα­σι­λι­κοῦ» Νό­μου («νό­μον βα­σι­λι­κόν», 2,8). Ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Νό­μος; Εἶ­ναι ὁ Νό­μος τῆς ἀ­γά­πης («ἀ­γα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν», 2,8), για­τί ὁ Χρι­στὸς ὁ Βα­σι­λεὺς μᾶς κή­ρυ­ξε τὸν Νό­μο αὐ­τόν, ποὺ εἶ­ναι καὶ νό­μος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται καὶ «Βα­σι­λεί­α» («Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τρός»).

6. Στὴν συ­νέ­χεια ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος ἐ­πι­μέ­νει στὸ κα­κό της γλώσ­σας (3,1-12). Ἐ­πι­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος στὸ θέ­μα αὐ­τὸ καὶ πα­ρι­στά­νει μὲ δυ­να­τὲς εἰ­κό­νες τὴν δύ­να­μή της καὶ τὸ κα­κὸ ποὺ προ­ξε­νεῖ ἡ γλῶσ­σα. Στὰ στε­νὰ καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­να ὅ­ρια τῆς πα­ρού­σης ὁ­μι­λί­ας δὲν ἔ­χω τὸν χρό­νο, ἀ­γα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, νὰ ἀ­να­πτύ­ξω τὴν ὡ­ραί­α δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου, τὴν ὁ­ποί­αν ἐκ­θέ­τει γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ στὴν κα­θο­λι­κή του ἐ­πι­στο­λή. Τοῦ­το μό­νο λέ­γω, ὅ­τι που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ δὲν βρί­σκε­ται στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τοια­ύτη ὡ­ραί­α ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη δι­δα­σκα­λί­α. Ἀ­να­φέ­ρω μό­νο ἀ­πὸ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου γιὰ τὴν γλῶσ­σα τὸν στί­χο 3,6 ὅ­που λέ­γει, ἡ γλῶσ­σα εἶ­ναι ἡ «φλο­γί­ζου­σα τὸν τρο­χὸν τῆς γε­νέ­σε­ως καὶ φλο­γι­ζο­μέ­νη ὑ­πὸ τῆς γε­έν­νης». Τί ση­μαί­νει ὁ λό­γος αὐ­τός; Ἐ­δῶ ἔ­χου­με τὴν εἰ­κό­να τοῦ τρο­χοῦ, στὸν ὁ­ποῖ­ο, ὅ­ταν πε­ρι­στρέ­φε­ται μὲ τα­χύ­τη­τα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ὁ­ρι­ζόν­τιο ἄ­ξο­νά του, βά­ζου­με τὸ μα­χαί­ρι ἢ τὸ ψα­λί­δι, τὸ ὁ­ποῖ­ο θέ­λου­με νὰ τρο­χί­σου­με. Τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ τρο­χί­ζου­με φλο­γί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν τρο­χό, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τὸ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο φλο­γί­ζει ἐ­πί­σης τὸν τρο­χό. «Τρο­χὸς» εἶ­ναι ὁ ὅ­λος ἄν­θρω­πος. Καὶ μὲ τρο­χι­ζό­με­νο ἀν­τι­κεί­με­νο πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ἡ γλώσ­σα. Κα­τὰ τὸ πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τὸ τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου ἡ γλώσ­σα πραγ­μα­τι­κὰ «φλο­γί­ζε­ται», δη­λα­δὴ ἐ­ρε­θί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸν τρο­χό, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὰ πά­θη τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ γλῶσ­σα «φλο­γί­ζει», ἐ­ρε­θί­ζει τὸν τρο­χό, δη­λα­δὴ ἐ­ξά­πτει τὰ πά­θη τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ αὐ­τὰ ποὺ λέ­ει.

Θί­γει καὶ ἄλ­λα θέ­μα­τα στὴν κα­θο­λι­κή του αὐ­τὴ ἐ­πι­στο­λὴ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος. Ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς ἡ­δο­νὲς καὶ τὶς κα­τα­χρή­σεις, ποὺ εἶ­ναι αἰ­τί­α τῶν με­τα­ξὺ μας δι­ε­νέ­ξε­ων (4,1-12), ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α καὶ ἀ­λα­ζο­νεί­α τοῦ βί­ου (4,13-5,6), καὶ τὴν μα­κρο­θυ­μί­α καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ (5,7-11), ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὸν ὅρ­κο καὶ τὸ ψέ­μα (5,12). Ἀλ­λὰ θέ­λω, μὲ πο­λὺ συν­το­μί­α καὶ γορ­γό­τη­τα, νὰ θί­ξω δύ­ο ση­μαν­τι­κὰ θέ­μα­τα τῆς ἐ­πι­στο­λῆς, δογ­μα­τι­κὰ καὶ συγ­χρό­νως ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὰ καὶ λει­τουρ­γι­κὰ θέ­μα­τα. Αὐ­τὰ βρί­σκον­ται στὸ λό­γο τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου πε­ρὶ τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Εὐ­χε­λαί­ου. Λέ­γει ἐ­πὶ λέ­ξει: «Ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως σώ­σει τὸν κά­μνον­τα (γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον τε­λεῖ­ται τὸ Εὐ­χέ­λαι­ο), καὶ ἐ­γε­ρεῖ αὐ­τὸν ὁ Κύ­ριος». Καὶ ἀ­κό­μη λέ­γει γιὰ τὸν τε­λοῦν­τα τὸ Εὐ­χέ­λαι­ο, «κἄν ἁ­μαρ­τί­ας ᾖ πε­ποι­η­κώς, ἀ­φε­θή­σε­ται αὐ­τῷ» (5,15).

Δι­α­βά­στε ἐ­δῶ:  Γόρ­τυ­νος Ἱ­ε­ρε­μί­α: "Ἡ πτώ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που"

Ἐ­δῶ, στὸν λό­γο αὐ­τὸ τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται πραγ­μα­τι­κὰ δύ­ο ἀ­πο­ρί­ες: (α) Για­τί λέ­γει ὅ­τι ὁ­πωσ­δή­πο­τε μὲ τὸ Εὐ­χέ­λαι­ο θε­ρα­πεύ­ε­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φός; Σὲ αὐ­τὸ ἀ­παν­τοῦν πολ­λοὶ – γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅ­λοι σχε­δὸν οἱ ἑρ­μη­νευ­τὲς –, ὅ­τι ὅ­ταν ἡ προ­σευ­χὴ γί­νε­ται μὲ πί­στη («ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως») κά­νει πραγ­μα­τι­κὰ θαύ­μα­τα. Αὐ­τὸ κα­τὰ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τους θέ­λει νὰ πεῖ ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος λέ­γον­τας «ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως σώ­σει τὸν κά­μνον­τα». Ἡ προ­σευ­χὴ δη­λα­δὴ ποὺ γί­νε­ται μὲ πί­στη ὁ­πωσ­δή­πο­τε θε­ρα­πεύ­ει τὸν ἄρ­ρω­στο. Ὄ­χι, χρι­στια­νοί μου, δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἔκ­φρα­σης τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου. Ἡ προ­σευ­χὴ βέ­βαι­α πρέ­πει νὰ γί­νε­ται μὲ πί­στη καὶ ἡ μὲ πί­στη προ­σευ­χὴ κά­νει θαύ­μα­τα. Ἀλ­λά, προ­σευ­χή­θη­κε καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος – με­γά­λος ἅ­γιος – , χω­ρὶς ὅ­μως νὰ εἰ­σα­κου­σθεῖ ἡ προ­σευ­χὴ του (βλ. Β/ Κόρ. 12,8). Ἡ ἔκ­φρα­ση «ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως» δὲν ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ γί­νε­ται μὲ πί­στη. Δὲν θέ­λει νὰ πεῖ αὐ­τὸ ἐ­δῶ ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος. Ὡς «πί­στη» ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος ἐν­νο­εῖ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­λεῖ­ται καὶ ἔ­τσι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως κα­λεῖ­ται καὶ «Βα­σι­λεί­α». Ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με σ’ αὐ­τὸ τὸν λό­γο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου, «πάν­τες ἀ­πο­λά­βε­τε τοῦ συμ­πο­σί­ου τῆς πί­στε­ως», δη­λα­δὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στὸν λό­γο του λοι­πὸν ἐ­δῶ ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος λέ­γει μί­α με­γά­λη ἀ­λή­θεια, δογ­μα­τι­κὴ καὶ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ἀ­λή­θεια: Ὅ­τι ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ γί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ ἕ­ναν ἅ­γιο ἀ­κό­μη ἄν­θρω­πο, γιὰ λό­γους ποὺ ξέ­ρει ὁ Θε­ός, μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἰ­σα­κου­σθεῖ. Ἡ προ­σευ­χὴ ὅ­μως ποὺ γί­νε­ται ἀ­πὸ τὴν «Πί­στη» μας, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἔ­στω καὶ ἂν γί­νε­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν ἁ­μαρ­τω­λὸ ἱ­ε­ρέ­α, ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἰ­σα­κού­ε­ται! Ὅ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­σεύ­χε­ται ἐν Μυ­στη­ρί­ω, ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἰ­σα­κού­ε­ται. Καὶ τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­χέ­λαι­ο εἶ­ναι Μυ­στή­ριο.

(β) Ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­πο­ρί­α εἶ­ναι, για­τί ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος λέ­γει ὅ­τι μὲ τὸ Εὐ­χέ­λαι­ο σβή­νον­ται ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἐ­νῶ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα ἐ­ξα­λεί­φον­ται μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης; Σ’ αὐ­τὸ ἔ­χου­με νὰ ἀ­παν­τή­σου­με ὅ­τι στὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου, ὅ­πως καὶ στὴν με­τέ­πει­τα ἐ­πο­χή, τὰ δύ­ο Μυ­στή­ρια, Εὐ­χέ­λαι­ο καὶ Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­να ἀ­πο­λύ­τως. Γι’ αὐ­τὸ καὶ πολ­λὲς εὐ­χὲς τοῦ Εὐ­χε­λαί­ου ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν. Δη­λα­δή, στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου κα­τὰ τὴν τέ­λε­ση τοῦ Εὐ­χε­λαί­ου ἐ­γί­νε­το καὶ ἐ­ξα­γό­ρευ­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, γι’ αὐ­τό, λοι­πόν, καὶ δι­α­βά­ζου­με στὴν Κα­θο­λι­κὴ ἐ­δῶ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου ὅ­τι τὸ Εὐ­χέ­λαι­ο ἐ­ξα­λεί­φει ἁ­μαρ­τή­μα­τα.

7. Τέ­λος, ἔ­χου­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι οἱ Προ­τε­στάν­τες καὶ τὰ πα­ρα­κλά­δια τους ἀ­πορ­ρί­πτουν τὴν ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἰ­α­κώ­βου, για­τί νο­μί­ζουν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α της πε­ρὶ τῶν ἔρ­γων, ὡς ἀ­ναγ­καί­ων γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας, καὶ ὄ­χι πε­ρὶ τῆς πί­στε­ως (2,14-26), ἔρ­χε­ται σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α μας προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν πί­στη μας καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα μας, φέ­ρον­τες καὶ οἱ δυ­ὸ Ἀ­πό­στο­λοι ὡς πα­ρά­δειγ­μα τὸν Ἀ­βρα­ὰμ (Ρώμ. 3,28-4,1 ἐξ.). Καὶ νο­μί­ζουν λοι­πὸν οἱ Προ­τε­στάν­τες ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δι­α­φω­νί­α με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο Ἀ­πο­στό­λων. Σὲ αὐ­τὸ ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἑρ­μη­νευ­τὲς ἀ­παν­τοῦ­με ὅ­τι ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὸν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­τι αὐ­τὸς δι­και­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πί­στη του καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του, ὡς ἔρ­γα ἐν­νο­εῖ τὴν πε­ρι­το­μὴ καὶ τὶς ἄλ­λες δι­α­τά­ξεις τοῦ Μω­σαϊκοῦ Νό­μου, ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ δὲν δι­και­ώ­νουν. Καὶ ὅ­ταν ὁ ἀ­δελ­φό­θε­ος Ἰ­ά­κω­βος λέ­γει ὅ­τι ὁ Ἀ­βρα­ὰμ δι­και­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὴν πί­στη του, ὡς ἔρ­γα ἐν­νο­εῖ τὴν προ­θυ­μί­α του νὰ ὑ­πα­κού­ει στὰ κε­λεύ­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ καὶ στὸ νὰ θυ­σιά­σει ἀ­κό­μη καὶ τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο τοῦ Ἰ­σα­άκ. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­μως ὅ­τι ἡ ὑ­πα­κο­ὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­ταν γέ­νη­μα με­γά­λης πί­στης του στὸν Θε­ό· καὶ οἱ δύ­ο, λοι­πόν, Ἀ­πό­στο­λοι συμ­φω­νοῦν στὸ ὅ­τι θέ­λουν ζων­τα­νὴ πί­στη στὸν Θε­ό, ποὺ νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ ἔρ­γα.

Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι εἶ­ναι τὸ πρῶ­το χρο­νο­λο­γι­κὸ κεί­με­νο τῆς Κ.Δ. καὶ συ­νε­γρά­φη πι­θα­νῶς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα κα­τὰ τὴν πεν­τα­ε­τί­α 55-60 μ.Χ.

******


Εκτύπωση   Email