Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ . Ἰερεμίου.
Εὐχαριστῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, τὸν ἐνάρετον καὶ σοφὸν Ποιμενάρχην σας, τὸν πολυσέβαστον εἰς ἐμέ, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Μητροπολίτην Χίου,Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν Κον Κον ΜΑΡΚΟΝ, διότι μου ἔδωσε τὴν χαρὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα νὰ ἔλθω ὡς προσκυνητὴς εἰς τὴν Ἱεράν σας νῆσον τῆς Χίου, διὰ νὰ ὁμιλήσω ἐνώπιόν σας στὸ καθορισθὲν ὑπ’ Αὐτοῦ θέμα, περὶ τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου. Ἐπειδὴ εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος τῆς ὁμιλίας, εἰσέρχομαι κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ θέμα.
- Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἦταν ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τὴν ὑψηλή του, λοιπόν, αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ θέση ἀποστέλλει μία ἐπιστολὴ πρὸς ὅλους τους χριστιανούς, πρὸς τὴν κάθ’ ὅλου, δηλαδή, Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιστολὴ του καλεῖται «Καθολική». – Καλεῖται «ἀδελφόθεος» ὁ Ἰάκωβος, γιατί ἦταν παιδὶ τοῦ μνήστορος τῆς Παρθένου Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο του. Ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ ἐκαλεῖτο θετὸς πατέρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰάκωβος καλεῖται «ἀδελφόθεος».
– Ἡ καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου, τὴν ὁποία θὰ παρουσιάσω μὲ σύντομο τρόπο, εἶναι μία πρακτικὴ Κατήχηση γιὰ τὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὅπως γιὰ κατηχητικὸ πάλι λόγο ἐγράφη ἀργότερα καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἐπειδὴ δὲ πρόκειται περὶ Κατηχήσεως, γι’ αὐτὸ τὰ θέματα ποὺ θίγονται στὴν Ἐπιστολὴ εἶναι ποικίλα.
2. Ὁ Ἀδελφόθεος ἀρχίζει μὲ τὸ θέμα τῶν ἐξωτερικῶν πειρασμῶν, δηλαδή, τῶν δοκιμασιῶν τοῦ βίου, ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι στὴν ζωή. Καὶ λέγει ὁ Ἀδελφόθεος στοὺς χριστιανοὺς νὰ χαίρονται στὶς θλίψεις καὶ στὶς δοκιμασίες, γιατί γυμνάζονται μ’ αὐτὲς στὴν πίστη καὶ αὐτὸ τὸ γύμνασμα φέρει στὸν ἄνθρωπο ὑπομονὴ («τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν», 1,3). Ὅποιος δὲ ἔχει ὑπομονὴ, ἔχει εἰρήνη καὶ ἀταραξία, ἔχει παράδεισο μέσα του («ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω»), εἶναι τέλειος, δὲν τοῦ λείπει τίποτε («ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι», 1,4).
Τὸ νὰ χαίρονται οἱ χριστιανοὶ μὲ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις τους, αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος τὸ λέει «σοφία». Αὐτὴ τὴν σοφία, μᾶς λέγει ὁ Ἀδελφόθεος, νὰ τὴν ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλά, γιὰ νὰ τὴν λάβουμε, νὰ τὴν ζητᾶμε μὲ πίστη, καὶ ὄχι διακρινόμενοι («Εἰ δὲ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ…». «Αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος», 1,5.6). Οἱ θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες, λοιπόν, χριστιανοί μου, γυμνάζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂν κριθεῖ βραβεύσιμος, θὰ πάρει τὸν στέφανο ἀπὸ τὸν Κύριο («…ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὂν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», 1,12).
Οἱ παραπάνω πειρασμοί, οἱ ἐξωτερικοὶ πειρασμοί ὅπως τοὺς εἴπαμε, παραχωροῦνται ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἄλλοι ὅμως πειρασμοί, οἱ ἐσωτερικοί, ὅπως εἶναι οἱ κακοὶ λογισμοί καὶ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες κ.λπ., αὐτοί, ὄχι, δὲν παραχωροῦνται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν κακή μας ἐπιθυμία («ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος», 1,14). Τὴν δὲ κακὴ ἐπιθυμία ὁ Ἀδελφόθεος τὴν παριστάνει ἐδῶ σὰν μία κακὴ γυναίκα, ποὺ συλλαμβάνει καὶ γεννάει τὴν ἁμαρτία, ἡ δὲ ἁμαρτία φέρει ἔπειτα τὸν θάνατο («εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον»,1,15), τὸν πνευματικὸ θάνατο, τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν καὶ τὸ κακὸ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προέρχεται μόνο τὸ καλό. «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (1,17).
3. Στὴν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος θέλει νὰ κάνει σωστούς τους χριστιανοὺς μὲ σωστὴ πνευματικότητα. Μιλάει, λοιπόν, τώρα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος γιὰ τὴν ἔμπρακτη θρησκευτικότητα, τὴν εὐάρεστη στὸν Θεό. Κατὰ τὴν Καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (α) νὰ ἔχει αὐτοκυριαρχία. Νὰ μὴν εἶναι φλύαρος, ἀλλὰ νὰ ἔχει βάθος πνευματικὸ («ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν», 1,19). Πρέπει νὰ συγκρατεῖ τὸν θυμό του. Νὰ εἶναι «βραδὺς εἰς ὀργήν». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει (β) νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἀκροατής, ἀλλὰ καὶ ποιητὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικὰ «παραλογίζεται» («γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς», 1,22). Δηλαδὴ δὲν κάνει καλὸ λογαριασμό! Ὑπολογίζει γιὰ τὴν σωτηρία του τὴν ἀκρόαση μόνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἐνῶ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀπαιτεῖται ὄχι μόνο ἡ ἀκρόαση, ἀλλὰ προπαντὸς ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ θείου λόγου, ἐμεῖς καταβάλλουμε γιὰ τὴν σωτηρία μας μόνο τὴν ἀκρόαση. Καὶ γιὰ νὰ δείξει ἀκόμη περισσότερο ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος πόσο ἀνούσιο εἶναι τὸ νὰ ἀκούει κανεὶς μόνο τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ προχωρεῖ στὴν ἐφαρμογή του, μᾶς λέγει καὶ ἕνα δεύτερο παράδειγμα: Ἀναφέρει κάποιον ποὺ μπροστὰ στὸν καθρέπτη βλέπει τὸ πρόσωπό του. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βλέπει εἶναι ἕνα φάσμα, γι’ αὐτὸ καὶ ἐξαφανίζεται ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν καθρέπτη («ὅτι εἰ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστί καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρω. Κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν», 1, 23-24). Βλέπει ἕνα φάσμα, ὄχι πραγματικὸ ἀντικείμενο.
4. Αὐτὸ εἶναι ψεύτικη θρησκευτικότητα. Καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ὁμιλεῖ ὁ Ἀδελφόθεος περὶ τῶν «θρήσκων». Αὐτοὶ ἐκαυχῶντο γιὰ τοὺς τύπους μόνο. Ἀλλὰ αὐτό, χριστιανοί μου, λέγεται «θρησκεία», ἐνῶ ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ λέγεται «πίστις», ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἐμπιστεύομαι». Οἱ ἀγαπώμενοι μόνο ἐμπιστεύονται. Ἡ «θρησκεία» δὲν εἶναι καθαρὴ θρησκεία. Ὁ Ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀναφέρει ἐδῶ ἕναν ὡραῖο λόγο, ποὺ εἶναι ἀδάμας τῆς ἐπιστολῆς. Λέγει μὲ σύντομο λόγο τί εἶναι πραγματικὴ θρησκεία. Λέγει: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ Πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (1,27). Δηλαδή, σωστὴ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι τὸ νὰ ἀγωνιζόμεθα νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ φερόμαστε μὲ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία στοὺς φτωχοὺς καὶ θλιμμένους ἀδελφούς μας!
5. Παραμένοντας στὸ ἴδιο θέμα, ὁ ἅγιος Ἰάκωβος, στὸ θέμα πῶς πρέπει νὰ πολιτεύεται ὁ χριστιανὸς καὶ τί νὰ ἀποφεύγει, λέγει στὴν συνέχεια (γ) ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγει τὴν προσωποληψία («ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης…», 2,1 ἑξ.). Προσωποληψία εἶναι νὰ τιμοῦμε μόνο τὸν ἐπίσημο καὶ τὸν πλούσιο καὶ νὰ ὑποτιμοῦμε τὸν πτωχὸ καὶ τὸν ἄσημο ἄνθρωπο. Ἀπαράδεκτο αὐτό, χριστιανοί μου, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί, λέγει ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅτι αὐτὸ εἶναι παράβαση ὅλου του Νόμου τοῦ Θεοῦ («ὅστις γάρ, ὅλον τὸν νόμον τηρήση, πταίση δὲ ἐνί, γέγονε πάντων ἔνοχος», 2,10). Εἶναι προσβολὴ τοῦ «Βασιλικοῦ» Νόμου («νόμον βασιλικόν», 2,8). Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Νόμος; Εἶναι ὁ Νόμος τῆς ἀγάπης («ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», 2,8), γιατί ὁ Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς μᾶς κήρυξε τὸν Νόμο αὐτόν, ποὺ εἶναι καὶ νόμος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία λέγεται καὶ «Βασιλεία» («Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός»).
6. Στὴν συνέχεια ὁ Ἀδελφόθεος ἐπιμένει στὸ κακό της γλώσσας (3,1-12). Ἐπιμένει περισσότερο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος στὸ θέμα αὐτὸ καὶ παριστάνει μὲ δυνατὲς εἰκόνες τὴν δύναμή της καὶ τὸ κακὸ ποὺ προξενεῖ ἡ γλῶσσα. Στὰ στενὰ καὶ περιορισμένα ὅρια τῆς παρούσης ὁμιλίας δὲν ἔχω τὸν χρόνο, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, νὰ ἀναπτύξω τὴν ὡραία διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου, τὴν ὁποίαν ἐκθέτει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ στὴν καθολική του ἐπιστολή. Τοῦτο μόνο λέγω, ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν βρίσκεται στὴν Ἁγία Γραφή, τοιαύτη ὡραία ἀνεπτυγμένη διδασκαλία. Ἀναφέρω μόνο ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀδελφοθέου γιὰ τὴν γλῶσσα τὸν στίχο 3,6 ὅπου λέγει, ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ «φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης». Τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός; Ἐδῶ ἔχουμε τὴν εἰκόνα τοῦ τροχοῦ, στὸν ὁποῖο, ὅταν περιστρέφεται μὲ ταχύτητα γύρω ἀπὸ τὸν ὁριζόντιο ἄξονά του, βάζουμε τὸ μαχαίρι ἢ τὸ ψαλίδι, τὸ ὁποῖο θέλουμε νὰ τροχίσουμε. Τὸ ἀντικείμενο ποὺ τροχίζουμε φλογίζεται ἀπὸ τὸν τροχό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο φλογίζει ἐπίσης τὸν τροχό. «Τροχὸς» εἶναι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καὶ μὲ τροχιζόμενο ἀντικείμενο παρομοιάζεται ἡ γλώσσα. Κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοῦ Ἀδελφοθέου ἡ γλώσσα πραγματικὰ «φλογίζεται», δηλαδὴ ἐρεθίζεται ἀπὸ τὸν τροχό, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ ἡ γλῶσσα «φλογίζει», ἐρεθίζει τὸν τροχό, δηλαδὴ ἐξάπτει τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου μὲ αὐτὰ ποὺ λέει.
Θίγει καὶ ἄλλα θέματα στὴν καθολική του αὐτὴ ἐπιστολὴ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος. Ὁμιλεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ τὶς καταχρήσεις, ποὺ εἶναι αἰτία τῶν μεταξὺ μας διενέξεων (4,1-12), ὁμιλεῖ γιὰ τὴν πλεονεξία καὶ ἀλαζονεία τοῦ βίου (4,13-5,6), καὶ τὴν μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονὴ (5,7-11), ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ὅρκο καὶ τὸ ψέμα (5,12). Ἀλλὰ θέλω, μὲ πολὺ συντομία καὶ γοργότητα, νὰ θίξω δύο σημαντικὰ θέματα τῆς ἐπιστολῆς, δογματικὰ καὶ συγχρόνως ἐκκλησιολογικὰ καὶ λειτουργικὰ θέματα. Αὐτὰ βρίσκονται στὸ λόγο τοῦ Ἀδελφοθέου περὶ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου. Λέγει ἐπὶ λέξει: «Ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα (γιὰ τὸν ὁποῖον τελεῖται τὸ Εὐχέλαιο), καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος». Καὶ ἀκόμη λέγει γιὰ τὸν τελοῦντα τὸ Εὐχέλαιο, «κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ» (5,15).
Διαβάστε ἐδῶ: Γόρτυνος Ἱερεμία: "Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου"
Ἐδῶ, στὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Ἀδελφοθέου, δημιουργοῦνται πραγματικὰ δύο ἀπορίες: (α) Γιατί λέγει ὅτι ὁπωσδήποτε μὲ τὸ Εὐχέλαιο θεραπεύεται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός; Σὲ αὐτὸ ἀπαντοῦν πολλοὶ – γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἑρμηνευτὲς –, ὅτι ὅταν ἡ προσευχὴ γίνεται μὲ πίστη («ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως») κάνει πραγματικὰ θαύματα. Αὐτὸ κατὰ τὴν ἑρμηνεία τους θέλει νὰ πεῖ ὁ Ἀδελφόθεος λέγοντας «ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα». Ἡ προσευχὴ δηλαδὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη ὁπωσδήποτε θεραπεύει τὸν ἄρρωστο. Ὄχι, χριστιανοί μου, δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία τῆς ἔκφρασης τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ προσευχὴ βέβαια πρέπει νὰ γίνεται μὲ πίστη καὶ ἡ μὲ πίστη προσευχὴ κάνει θαύματα. Ἀλλά, προσευχήθηκε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος – μεγάλος ἅγιος – , χωρὶς ὅμως νὰ εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχὴ του (βλ. Β/ Κόρ. 12,8). Ἡ ἔκφραση «ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως» δὲν ἑρμηνεύεται ὡς ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη. Δὲν θέλει νὰ πεῖ αὐτὸ ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Ὡς «πίστη» ὁ Ἀδελφόθεος ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία. Καλεῖται καὶ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καλεῖται καὶ «Βασιλεία». Ὑπενθυμίζουμε σ’ αὐτὸ τὸν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «πάντες ἀπολάβετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως», δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν λόγο του λοιπὸν ἐδῶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει μία μεγάλη ἀλήθεια, δογματικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀλήθεια: Ὅτι ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται καὶ ἀπὸ ἕναν ἅγιο ἀκόμη ἄνθρωπο, γιὰ λόγους ποὺ ξέρει ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ μὴν εἰσακουσθεῖ. Ἡ προσευχὴ ὅμως ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν «Πίστη» μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ἔστω καὶ ἂν γίνεται ἀπὸ ἕναν ἁμαρτωλὸ ἱερέα, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται! Ὅταν ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ἐν Μυστηρίω, ὁπωσδήποτε εἰσακούεται. Καὶ τὸ ἱερὸ Εὐχέλαιο εἶναι Μυστήριο.
(β) Ἡ δεύτερη ἀπορία εἶναι, γιατί ὁ Ἀδελφόθεος λέγει ὅτι μὲ τὸ Εὐχέλαιο σβήνονται ἁμαρτήματα, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ἐξαλείφονται μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης; Σ’ αὐτὸ ἔχουμε νὰ ἀπαντήσουμε ὅτι στὴν ἐποχὴ ἐκείνη τοῦ Ἀδελφοθέου, ὅπως καὶ στὴν μετέπειτα ἐποχή, τὰ δύο Μυστήρια, Εὐχέλαιο καὶ Ἐξομολόγηση, ἦταν ἑνωμένα ἀπολύτως. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς εὐχὲς τοῦ Εὐχελαίου ἀναφέρονται στὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Δηλαδή, στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀδελφοθέου κατὰ τὴν τέλεση τοῦ Εὐχελαίου ἐγίνετο καὶ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, γι’ αὐτό, λοιπόν, καὶ διαβάζουμε στὴν Καθολικὴ ἐδῶ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀδελφοθέου ὅτι τὸ Εὐχέλαιο ἐξαλείφει ἁμαρτήματα.
7. Τέλος, ἔχουμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Προτεστάντες καὶ τὰ παρακλάδια τους ἀπορρίπτουν τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου, γιατί νομίζουν ὅτι ἡ διδασκαλία της περὶ τῶν ἔργων, ὡς ἀναγκαίων γιὰ τὴν σωτηρία μας, καὶ ὄχι περὶ τῆς πίστεως (2,14-26), ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ σωτηρία μας προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη μας καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα μας, φέροντες καὶ οἱ δυὸ Ἀπόστολοι ὡς παράδειγμα τὸν Ἀβραὰμ (Ρώμ. 3,28-4,1 ἐξ.). Καὶ νομίζουν λοιπὸν οἱ Προτεστάντες ὅτι ὑπάρχει διαφωνία μεταξὺ τῶν δύο Ἀποστόλων. Σὲ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτὲς ἀπαντοῦμε ὅτι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ὅτι αὐτὸς δικαιώθηκε ἀπὸ τὴν πίστη του καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τὴν περιτομὴ καὶ τὶς ἄλλες διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ποὺ πραγματικὰ δὲν δικαιώνουν. Καὶ ὅταν ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν πίστη του, ὡς ἔργα ἐννοεῖ τὴν προθυμία του νὰ ὑπακούει στὰ κελεύσματα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ νὰ θυσιάσει ἀκόμη καὶ τὸν ἀγαπημένο τοῦ Ἰσαάκ. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν γένημα μεγάλης πίστης του στὸν Θεό· καὶ οἱ δύο, λοιπόν, Ἀπόστολοι συμφωνοῦν στὸ ὅτι θέλουν ζωντανὴ πίστη στὸν Θεό, ποὺ νὰ ἐκφράζεται μὲ ἔργα.
Ἡ ἐπιστολὴ θεωρεῖται ὅτι εἶναι τὸ πρῶτο χρονολογικὸ κείμενο τῆς Κ.Δ. καὶ συνεγράφη πιθανῶς στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν πενταετία 55-60 μ.Χ.
******