ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

TheioKirigma
17 - 4 – 2020

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας» ψάλλουμε μὲ τρεμάμενη φωνὴ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀτενίζουμε τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει σήμερα εἶναι ἀσύλληπτο, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ προσεγγίσει καὶ νὰ τὸ κατανοήσει ἀνθρώπου νοῦς. Ὁ Θεὸς σταυρωμένος, βασανισμένος, κακοποιημένος, γελοιοποιημένος στὸν ἔσχατο βαθμὸ ἀπὸ τὸ ἴδιο Του τὸ πλάσμα, τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ μὴ βγάζει μιλιά, «ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν», παρὰ μόνο νὰ προσεύχεται: «ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι!», αὐτὸ ὄντως εἶναι τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων! Εἶναι ἕνα θέαμα ποὺ συντρίβει τὴν καρδιὰ ἑνός, ἔστω καὶ ὀλιγόπιστου, χριστιανοῦ καὶ τὴν κάνει νὰ λιώνει ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης ποὺ ἐκπέμπει ὁ Σταυρός. Σήμερα ἀποκαλύπτεται ἡ Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ Κυρίου μας, τὴν ὁποία μόνον Αὐτὸς μπορεῖ νὰ φορέσει ὡς ἔνδυμα θεότητος καὶ νὰ τὴν προβάλλει ὡς οὐσιώδη στάση ζωῆς ἀκολουθητέα ἀπὸ τὸν καθένα μας. Μπροστὰ στὴν Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐξαφανίζεται κάθε ἀνθρώπινο μεγαλεῖο, ἀξίωμα καὶ δικαίωμα. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερηφανεύεται ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει τὸν Πλαστουργὸ του Θεὸ νὰ ἐξευτελίζεται καὶ νὰ θανατώνεται κατ’ αὐτὸν τὸν εἰδεχθῆ τρόπο ἀπὸ τὰ χέρια του; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καυχᾶται ἄνθρωπος γιὰ ὁποιοδήποτε ἐγκόσμιο κατόρθωμα, ὅταν κάποιοι λεγόμενοι «ἄνθρωποι» στιγμάτισαν τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸ νὰ συμπεριφερθοῦν χειρότερα καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὸν Θεάνθρωπο Χριστό; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ στέκονται ἀγέρωχοι καὶ ὑπερόπτες μπροστὰ στὸν Σταυρὸ κάποιοι μωρόσοφοι τῆς ἀθεΐας, κάποιοι γελοιωδέστατοι ὑπερασπιστὲς τοῦ ἄθεου ἀνθρωπισμοῦ, που μόνο τὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπηρετεῖ, παρὰ μόνο τὸν Διάβολο; Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος «φρίσσει καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν τοῦ Σταυροῦ τὴν δύναμιν». Ἔτσι, ὅ,τι ὁ ἴδιος δὲν καταφέρνει νὰ πράξει, δηλαδὴ νὰ βλασφημήσει τὸν Σταυρό, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ μπροστά του, αὐτὸ βάζει τοὺς ταλαίπωρους βλασφήμους ἀθέους, αἱρετικοὺς καὶ πλανεμένους νὰ τὸ κάνουν, εἰς κρίμα καὶ κατακριμά τους.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προβάλλεται σήμερα μπροστὰ μας, εἶναι ἡ ἀποκορύφωση τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς ὁποίας βασικὸ χαρακτηριστικὸ ἀποτελεῖ ἡ Θεία Κένωσις, ἡ Θεία Ταπείνωσις, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «(Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῶ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών,….,καὶ σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Ὅλη ἡ ἐπίγεια βιοτὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν ποτισμένη ἀπὸ ταπείνωση: γεννήθηκε σὲ μία φτωχικὴ σπηλιὰ ὑπὸ τὶς χειρότερες συνθῆκες, Τὸν κατέτρεξαν ἀπὸ παιδὶ κιόλας οἱ κοσμικὲς δυνάμεις τοῦ τόπου Του, μεγάλωσε σὲ ἕνα ἄσημο καὶ μᾶλλον κακόφημο χωριό, ἔμαθε μία ἁπλὴ χειρωνακτικὴ τέχνη καὶ ξεκίνησε τὸ κηρυκτικὸ Του ἔργο μέσα στὴ φτώχεια καὶ τὶς δυσκολίες. Οἱ ὁμοεθνεῖς Του ἄλλοι Τὸν ἀποδέχονταν, ἄλλοι Τὸν ἀπέρριπταν καὶ Τὸν λοιδοροῦσαν. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, παρὰ τὶς θαυματουργίες Του, τόσο περισσότερο ἡ ἀνώτερη κοινωνικὴ τάξη τοῦ ἔθνους Του Τὸν φθονοῦσε καὶ Τὸν μισοῦσε καὶ, τέλος, ἀποφάσισαν νὰ Τὸν θανατώσουν. Ἕνας μαθητὴς Του Τὸν πρόδωσε καὶ οἱ ὄχλοι Τὸν συνέλαβαν, Τὸν πῆγαν μπροστὰ στὸν Ἀρχιερέα, ὅπου ἄκουσε τὶς ψευδομαρτυρίες καὶ Τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο. Τὸν ἔσυραν μπροστὰ στὸν Πιλάτο καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἄδικη δίκη, ἀφοῦ ἄκουσε τὸν εὐεργετημένο λαὸ νὰ κραυγάζει «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», Τὸν παρέδωσαν, γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. Οἱ στρατιῶτες Τὸν διακωμωδοῦσαν, Τὸν χαστούκιζαν, Τὸν ἔφτυναν, Τὸν χτυποῦσαν μὲ τὸ καλάμι, Τὸν μαστίγωσαν μὲ τὸ φραγγέλιο μὲ τὶς σιδερένιες ἀκίδες, ποὺ ξέσχισαν τὴν πλάτη Του, τέλος Τὸν ἀγγάρεψαν μὲ τὸν σταυρό Του, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ τρεκλίζοντας στὸν φρικτὸ Γολγοθά. Ἐκεῖ Τὸν ἔγδυσαν καὶ κάρφωσαν τὰ χέρια Του καὶ τὰ πόδια Του τεντωμένα μέχρις ἐξαρθρώσεως ἐπάνω στὸ σταυρικὸ ξύλο. Ἐκεῖ ἔστησαν τὸν σταυρὸ γύρω στὶς ἐννιὰ τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς, Τοῦ ἔδωσαν νὰ πιεῖ ξύδι καὶ γύρω Του περιδιάβαζαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, χαχανίζοντας, κοροϊδεύοντας, εἰρωνευόμενοι τὸν Ἐσταυρωμένο. Ὥσπου γύρω στὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι ἔπεσε σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ, ὁ ἥλιος δὲν ἄντεξε νὰ βλέπει «Θεὸν μυκτηριζόμενον» καὶ ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του. Μέσα στοὺς ἀφόρητους πόνους ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τοὺς σταυρωτές Του, ἀπευθύνεται στὸν συσταυρωμένο εὐγνώμονα ληστή, στὴ Μητέρα Του καὶ στὸν ἀγαπημένο Του μαθητή, κραυγάζει στὸ Θεὸ Πατέρα Του, μὲ τὰ ἀπίστευτα σπαρακτικὰ λόγια, ποῦ τὰ ἐμπαίζουν οἱ κάτω: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;» καὶ τέλος «κράξας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα», γύρω στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα. «Τετέλεσται» ἦταν ὁ τελευταῖος λόγος Του ἐπάνω στὸ Σταυρό, ποὺ σημαίνει: «ὁλοκληρώθηκε τὸ σχέδιό Μου!». Πέθανε ὁ Χριστὸς μέσα σὲ μία θάλασσα ὑπέρτατης ταπείνωσης καὶ ἄφατης ἀγάπης.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ ἀπαντοχή μας, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας. Ὅπου Χριστιανός, ἐκεῖ καὶ σταυρός. Παντοῦ Σταυρός, καὶ στὶς ἐκκλησιές μας καὶ στὰ σπίτια μας καὶ στὸ σῶμα μας. Γιατί παντοῦ Σταυρός; Μήπως γιατί μᾶς ἀρέσει ὁ τυφλός, ἀδιέξοδος πόνος; Ὄχι! Ἀγαποῦμε τὸν Σταυρό, γιατί ὁ Σταυρὸς ἄρρηκτα συνδέεται μὲ τὴ Ἀνάσταση καὶ αὐτὸ προσδοκοῦμε. Ὁ δικός μας Σταυρός, ὁ Σταυρὸς τῶν Ὀρθοδόξων ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, «ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει». Σὲ αὐτὸν ἀποβλέπουμε καὶ τρέχουμε «δι’ ὑπομονῆς» τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς, «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν». Ἑπομένως, ἡ σημερινὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν εἶναι συντριπτικὰ θλιβερή, βουτηγμένη στὴ μαύρη θλίψη καὶ στὴν ἀπόγνωση. Μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ Γολγοθὰ ἀχνοχαράζει ἤδη ἡ αὐγὴ τῆς ἀνάστασης. Ἂν καὶ ἐπικρατεῖ πρὸς καιρόν, τώρα ὅμως διαλύεται ἡ δυσωδία τοῦ θανάτου καὶ ἀναδύεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ λεγόμενο τοῦ ἀναστασίμου τροπαρίου: «καὶ ἐπλήρωσε τὰ σύμπαντα εὐωδίας». Αὐτὸ τὸ σταυροαναστάσιμο ἦθος τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴ χαρμολύπη ποὺ τὸ συνοδεύει, ἔχει διαποτίσει τὸ εἶναί μας καὶ ἀποτελεῖ μία σεβάσμια παρακαταθήκη, ἕνα «τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ Γένους μας, τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Ρωμηῶν.

Ἂς κλίνουμε τώρα τὰ γόνατα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἂς ἀγγίξουμε τὶς πληγές Του, ἂς αἰσθανθοῦμε ὅτι ὅλες οἱ μέχρι τώρα ἁμαρτίες μας εἶναι καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἂς ἐκζητήσουμε τὸ ἔλεός Του μὲ τὰ λόγια αὐτά: «Χριστέ μας, συγχώρεσέ μας, ποὺ κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ σὲ ὑβρίζουμε καὶ σὲ βασανίζουμε, ὅπως οἱ σταυρωτές σου. Συγχώρεσέ μας, ποὺ καθημερινὰ περιφρονοῦμε τὴ θυσία Σου. «Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν Σου, οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν, ἀλλὰ μὴ παραδώης ἡμᾶς εἰς τέλος!». Λυπήσου μας, σῶσε μας, γιατί πέσαμε σὲ βάθος κακῶν, καὶ «ἀπὸ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μας καὶ ἡ ψυχή». Ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν φοβερὴ μάστιγα τῆς λοιμικῆς νόσου, ποὺ κατατρύχει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη καὶ τὴν πατρίδα μας τὶς ἡμέρες αὐτές. Σπάσε τὴν πέτρινη καρδιά μας, χάρισέ μας μετάνοια καὶ ἕνα ἐλάχιστο δάκρυ συντριβῆς, δῶσε μας τὴν ἄφεση, Ἐσὺ, ποὺ εἶσαι ὁ Μακρόθυμος, ὁ Ἐλεήμων καὶ ὁ Φιλάνθρωπος, Ἐσὺ, ποὺ εἶσαι ἡ Παντοδύναμη Ὑπεραγάπη, Ἐσὺ, ποὺ εἶσαι ἡ Ἐσταυρωμένη Παναγάπη. Καὶ, τέλος, δεῖξέ μας τὴν Ἔνδοξή Σου Ἀνάσταση, γιὰ νὰ Σὲ δοξάζουμε «σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν!» Γένοιτο!


Εκτύπωση   Email