Ἔργο τῆς ποιήσεως δέν εἶναι νά ἐξιστορεῖ, ἀλλά νά ἀποτυπώνει τίς σκέψεις, τά βιώματα, τήν καλλιτεχνική εὐαισθησία καί τά συναισθήματα τοῦ ποιητῆ, κατά τρόπο πού, σύμφωνα μέ τήν περίφημη ρήση τοῦ Ἀριστοτέλους στήν Ποιητική του, τήν καθιστᾶ «φιλοσοφώτερη καί σπουδαιότερη τῆς ἱστορίας» («διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ’ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει»). Ἡ ποίηση, δηλαδή, δέν ὑπόκειται στήν αὐστηρῶς νοητική προσέγγιση, ἀλλά ἀπευθύνεται σέ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί διαθέτει μίαν ἰδιαίτερη ἐκφραστική, πού συνδέεται ἔντονα μέ τήν βιωματική λειτουργία τῆς γλώσσας. Ὡστόσο, πολλές φορές ἡ ποιητική ἔμπνευση ἐκκινεῖ ἀπό συγκεκριμένα ἱστορικά γεγονότα καί ἱστορικές πληροφορίες συχνά ἐνσωματώνονται στό περιεχόμενο τῶν ποιημάτων.
Τήν ἐθνική, ἡρωική δράση καί τίς θυσίες τῶν Ἑλλήνων τῆς Χίου κατά τήν διάρκεια τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, ἀλλά καί κατά τήν ἱστορική στιγμή τῆς Ἀπελευθερώσεως τῆς Νήσου, πραγματεύεται μία πλειάδα ποιητικῶν ἔργων, ἥσσονων καί μειζόνων δημιουργῶν. Περίφημοι ἔχουν μείνει οἱ στίχοι τοῦ Γεωργίου Δροσίνη:
Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος ἀφιερώνει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:
Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέμεται τῶν θνητῶν
αὐλὸς λελυπημένος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κόπον
τρέμουσα ἐκβαίνει·
Ὡς μέσα εἰς τὰ πολύδενδρα
δάση τὸ βράδυ εἰσπνέει
τὸ τεθλιμμένον φύσημα
Μεσημβρινὸν καὶ φαίνεται
θρῆνος ἀνθρώπων·
Εἰς τὸν ἠρημωμένον
αἰγιαλὸν τῆς νήσου
οὕτω φέρνουν τὰ κύματα
καὶ τὸ παράπονόν τους
ἡ Ὠκεανῖδαι.
...
Ὄχι φῶς καὶ χαράν,
ἀμὴ φλογώδεις ἄκανθας
βρέχει δι᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχισμένη δίδει
αἵματος βρύσεις.
Ἐµπνευσθείς ἀπό τόν ἀπαγχονισμό τοῦ ἐθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδη, μαζί μέ ἄλλους Κληρικούς καί προκρίτους στήν Πλατεῖα τοῦ Βουνακίου τῆς πόλεως τῆς Χίου, ὁ ποιητής Θεόδωρος Ὀρφανίδης γράφει:
Τό ἀπόσπασμα περιλαμβάνεται στό «λυρικο-επικόν ποίημα εἰς ἄσματα τέσσερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μηνᾶς (Ἐπεισόδιον τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστάσεως). Ἀναφέρεται στήν ὁμώνυμη Μονή, ὅπου «ἐτελέσθη ἡ σκληροτέρα τῶν σφαγῶν», κατά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ 1822.
Στό μαρτυρικό παρελθόν τῆς Νήσου, ἀλλά καί στήν ἔλευση τοῦ Ἑλληνικοῦ στόλου καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν Μητέρα Πατρίδα, ἀναφέρεται τό ποίημα τοῦ Ἀ. Γ. Μαρούκα «Εἰς τήν μυροβόλον Χίον»:
...
Ἡ ἔνδυση τῆς προσωποποιημένης Νήσου μέ τήν γαλανόλευκη, σέ ἀντικατάσταση τῆς αἱματοβαμμένης φορεσιᾶς της, ὑμνεῖται στό ποίημα Χίος ἐλευθέρα, τῆς Βιργινίας Τρίμη (Βοριᾶ), γραμμένο στήν Ἀθήνα, τόν Νοέμβριο τοῦ 1912:
Στήν ποιητική σύνθεση Χαῖρε Χίος, ἡ ὁποία ἐγράφη στήν Ἀλεξάνδρεια [ἀπό τόν Α.Α.Κ.], τόν ἴδιο μήνα τῆς Ἀπελευθερώσεως (Νοέμβριος 1912), διαβάζουμε:
Ὁ ποιητής, ἀνωτέρω, μνημονεύει τόν ἡρωικό Ψαριανό πλοίαρχο (καί μετέπειτα ναύαρχο καί Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος) Κωνσταντῖνο Κανάρη, ὁ ὁποῖος τήν 6η Ἰουνίου τοῦ 1822 προσέβαλε μέ τό πυρπολικό του τήν ναυαρχίδα τοῦ Καρά Ἀλῆ (Καπουδάν Πασᾶ), πού ἦταν ἀγκυροβολημένη στήν Χίο καί τήν ἀνατίναξε στόν ἀέρα, ἐπιχείρηση κατά τήν ὁποία τραυματίστηκε θανάσιμα ὁ ἴδιος ὁ τοῦρκος ἀρχιναύαρχος, ἐπικεφαλής τῶν δυνάμεων πού διέπραξαν τήν φοβερή σφαγή τοῦ 1822.
Στόν Κανάρη ἀφιέρωσαν ἐπίσης ποιήματά τους ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης καί ὁ Κώστας Καρυωτάκης. Ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος διεκρίθη γιά τήν εὐρεῖα φιλελληνική του δράση, ὕμνησε τόν Κανάρη σέ ἀρκετά ποιήματά του:
- «Στόν Κανάρη» (À Canaris) στή συλλογή «Τά ἄσματα τοῦ λυκόφωτος» (Les Chants du crépuscule), ποιήματα 8 καί 12.
- Στά ποιήματα: «Οἱ κεφαλές τοῦ σαραγιοῦ», «Ναυαρῖνο» Συλλογή «Ἀνατολίτικα» ἤ «Ἀνατολικά ἄσματα» (Les Orientales): ὅπου ὀνομάζει τήν Ἑλλάδα τοῦ Ὁμήρου μητέρα τῆς Εὐρώπης, καί τήν Ἑλλάδα τοῦ Βύρωνος ἀδελφή της.
Στόν Βίκτωρα Οὐγκώ ἀνήκει καί τό ποίημα μέ τίτλο «Τό ἑλληνόπουλο» (μετάφραση Κωστῆ Παλαμᾶ):
...
...
Ὁ ἐπιφανής Γάλλος λογοτέχνης ἀποδίδει μ’ αὐτόν τόν τρόπο, σέ μίαν ἐποχή ρομαντισμοῦ στήν ποίηση, τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βοήθεια τῆς Ἑλλάδος κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας.
Μέ τήν Ἀπελευθέρωση τῆς Χίου, ὁ Γεώργιος Σουρῆς, μέσα σέ ἐθνική ἔξαρση δημοσίευσε, τούς ἑξῆς πανηγυρικούς στίχους στόν «Ρωμηό»:
Ὁ ποιητής ὀνομάζει δευτέρα του Πατρίδα τήν κοιτίδα τοῦ Ὁμήρου, καθώς ἡ μητέρα του ἦταν Χιώτισσα.
Συνεχίζει, ἀναλογιζόμενος τούς χρόνους τῆς Γενουατοκρατίας (1346-1566) καί τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ὁποία τήν ἀκολούθησε. Ἀναφέρεται στήν ἐπιφανῆ ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Γενουατῶν Ἰουστινιάνηδων (Giustiniani), ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὁ γνωστός ὑπερασπιστής τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τίς στιγμές τῆς Ἁλώσεως.
Ὁ Σουρῆς κλείνει τήν πατριωτική σύνθεσή του μέ τούς ἑξῆς στίχους, ἀποτυπώνοντας τίς ἔνδοξες στιγμές τῆς Ἀπελευθερώσεως:
Ἀναπόφευκτα, τά δικά μας λόγια φαίνονται πολύ φτωχά καί ἀτελῆ μπροστά στόν λόγο τῶν ποιητῶν πού διανύσαμε, ἀλλά καί ἔναντι τοῦ ἀγῶνος καί τῶν θυσιῶν τῶν ἡρώων τῆς Νεώτερης Ἱστορίας τῆς Χίου. Μόνο τιμώντας τό μεγαλεῖο τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους προσφορᾶς, μποροῦμε νά συναισθανθοῦμε ἀκέραια τό προαιώνιο Ἐθνικό μας χρέος καί νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τό σύγχρονο ἐνεργητικό τοῦ Ἐθνικοῦ μας κεφαλαίου. Ἄς σκορπίζει, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν εὐλογία του ὁ εὐοίωνος χρησμός τῆς Ἱστορίας καί τῆς Ποιήσεως στίς νεώτερες γενεές τῶν Ἑλλήνων, ἐμπνέοντάς μας δημιουργική καί ἁγνή ἐθνική αὐτοπεποίθηση.