Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων δεν σταμάτησαν με την Επανάσταση του 1821. Οι επιτυχίες και τα λαμπρά αποτελέσματα των πρώτων ηρωικών προσπαθειών αναπτέρωσαν το ηθικό των απανταχού Ελλήνων και ο αγώνας συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες, Η επιθυμία απελευθέρωοης των αδελφών που ζούσαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό, συνένωσε τις εθνικές δυνάμεις, Συσπειρωμένοι οι ελεύθεροι ΄Ελληνες αγωνίστηκαν για την εδραίωση του νεοελληνικού κράτους και τη διαμόρφωση των συνόρων του, τα οποία λόγω των διεθνών συγκυριών που επικρατούσαν δεν επεκτάθηκαν όσο απαιτείτο ώστε να συμπεριληφθούν όλες οι πατρογονικές εστίες των Ελλήνων.
Η προσάρτηση της Θεσσαλίας, το 1881, ο πόλεμος του 1897 και η αυτονόμηση της Κρήτης, απετέλεσαν νέα αφετηρία των δικαίων πατριωτικών επιδιώξεων.
Κατά τον πόλεμο του 1897, ενώ στη Θεσσαλία σημειώθηκε η γνωστή δυσμενής κατάληξη μετά από τις συνεχείς και αψυχολόγητες συμπτύξεις (που οφείλονταν κυρίως στην έλλειψη διορατικότητας από την πλευρά της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας), στο μέτωπο της Ηπείρου όλες οι μάχες που έδωσε ο Ελληνικός Στρατός πραγματοποιήθηκαν μέσα στο τουρκοκρατούμενο έδαφος, λόγω της επιθετικής τακτικής που εφάρμοσε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού 0, Μάνος. ΄Οσον αφορά τους αγώνες στη θάλασσα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ν. Λεβίδη, υπουργού Ναυτικών κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Ελληνικός Στόλος χρησιμοποιήθηκε μόνο για περιπολίες και για την καταστροφή μερικών σάκων που περιείχαν τρόφιμα των Τούρκων. ΄Ομως η δύναμη του Ελληνικού Ναυτικού εκείνη την περίοδο ήταν ισχυρή. Αποτελούμενη από 72 πλοία, τα κυριότερα των οποίων ήταν τρία παλαιά θωρηκτά ("ΥΔΡΑ, "ΣΠΕΤΣΑΙ", "ΨΑΡΑ"), το καταδρομικό "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" τορπιλλοβόλο "ΚΑΝΑΡΗΣ", 6 γερμανικά και 5 γαλλικά τορπιλλοβόλα, ήταν σε θέση να απελευθερώσει ορισμένα νησιά του Αιγαίου ή να καταλάβει ακόμα και τη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε μόνο 750 Τούρκους υπερασπιστές.
΄Ετσι κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897 τα πράγματα εξελίχθηκαν ευνοϊκότερα για τον Οθωμανικό Στόλο, που διέθετε δύο μοίρες, από τις οποίες η μια είχε ως έδρα τη Θεσσαλονίκη και η άλλη της Λαμψάκου προς την Καλλίπολη.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Ν. Λεβίδη ο Τουρκικός Στόλος όχι μόνο ήταν ανίκανος να αντιπαραταχθεί στον Ελληνικό, αλλά αδυνατούσε ακόμα και να αποπλεύσει από το ορμητήριο του. Μετά τη λήξη του πολέμου η αδικαιολόγητη απραξία του Ελληνικού Στόλου του Αιγαίου προκάλεσε αντιδράσεις εναντίον του θρόνου, με αποτέλεσμα τη γνωστή δίκη του Ναυτικού. Την ίδια χρονική περίοδο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ανικανότητα του Τουρκικού Στόλου είχε αυξήσει την αντίδραση της κοινής γνώμης εναντίον του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Η επιτροπή που συστήθηκε τότε για την ανασύνταξη του Οθωμανικού Ναυτικού, με αναφορά της εισηγήθηκε την αγορά νέων πολεμικών σκαφών. Μολονότι η κακή οικονομική κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε την υλοποίηση του εξοπλιστικού της προγράμματος, οι Τούρκοι κατόρθωσαν να αγοράσουν δύο γερμανικά θωρηκτά του τύπου "Βrandenburg". Αυτά ήταν το "Kurfurst Friedrich Wilhelm" και το "Weissendrg", τα οποία μετονομάστηκαν σε" Barbaros Hayreddin " και "Torgud Reis". Τα πλοία αυτά είχαν ναυπηγηθεί το 1891, όμως αναλεβητώθηκαν το 1904 και αγοράστηκαν από τους Τούρκους το 1910. Επίσης το Οθωμανικό Ναυτικό ενισχύθηκε με 4 γερμανικά αντιτορπιλλικά, τα 3165, 3166, 3167 και 3168, τα οποία μετονομάστηκαν σε " Μauavenet Mlliye " Yadigar - I Millet " " Nymune - I Hamiyet" και "Gaytet - I Millet".
΄Οταν, με την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, καθαιρέθηκε ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, η Αυτοκρατορία περιήλθε στον έλεγχο της εταιρίας της "Ενώσεως και της Προόδου". Τότε οι ΄Αγγλοι απέστειλαν τον Ναύαρχο Sir Douglas Gamble ως υπεύθυνο της Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής η οποία είχε αναλάβει την οργάνωση του Οθωμανικού Ναυτικού.
΄Ομως οι προσπάθειες των ; Αγγλων προσέκρουσαν στον εθνικισμό των νέων Οθωμανών υπουργών, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την παρουσία των ξένων συμβούλων.
Στο μεταξύ η Ιταλία, μετά τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Ρωσία, αποφάσισε να καταλάβει την Τριπολίτιδα, επαρχία των Οθωμανών στην Αφρική. ΄Ετσι τον Σεπτέμβριο του 1911 οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το αιτιολογικό της προστασίας της ζωής των υπηκόων τους. Στα πλαίσια αυτού του πολέμου οι Ιταλοί την ΄Ανοιξη του 1912 βομβάρδισαν τη Σμύρνη και στη συνέχεια κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα. Σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη στο Ouchy της Γαλλίας στις 18.10.1912, οι Ιταλοί κράτησαν "προσωρινά" υπό την κατοχή τους τα Δωδεκάνησα.
ΠΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη που είχαν ιδρυθεί στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού προηγουμένως απέκτησαν εθνική συνείδηση, συνειδητοποίησαν ότι η απελευθέρωση των ομοεθνών και των ομοθρήσκων τους ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνο με κοινή δράση. ΄Ετσι σημειώθηκε πολιτική και στρατιωτική προσέγγιση μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας. Οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών απαίτησαν από την Τουρκία την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, όπως αυτές προβλέπονταν από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1880). ΄Ομως οι Νεότουρκοι, που είχαν στο μεταξύ καταλάβει την εξουσία, έδειξαν απροθυμία ως προς τη συμμόρφωση τους με τα συμφωνηθέντα και αθέτησαν τις υποσχέσεις σχετικά με τις δικές τους προγραμματικές εξαγγελίες για ελευθερία, ισοτιμία και ανεξιθρησκία. Επίσης οι επακολουθήσασες σφαγές Χριστιανών από τους Τούρκους, καθώς και η αυθαίρετη κατάσχεση ελληνικών πλοίων, που ναυλοχούσαν σε τουρκικά λιμάνια, έδωσαν στους συμμάχους την αφορμή που ζητούσαν για την κήρυξη πολέμου.
Προηγουμένως η Ελλάδα είχε επιδώσει δριμύτατη διακοίνωση προς την Τουρκία, με την οποία απαιτούσε την απελευθέρωση των κατασχεθέντων πλοίων που έφεραν την ελληνική σημαία, ενώ ταυτόχρονα προέβαινε σε γενική επιστράτευση.
Ο πόθος για την απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών οδήγησε τελικά την Ελληνική κυβέρνηση στην κήρυξη του πολέμου κατά της Τουρκίας, στις 5.10.1912, τασσόμενη στο πλευρό των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Μαυροβουνίων που είχαν ήδη προβεί στην ίδια ενέργεια την προηγούμενη ημέρα.
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΟΛΟΙ
Ο Ελληνικός Στόλος
Ο Στόλος ο οποίος τελούσε υπό τη διοίκηση του Υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, είχε στη δύναμη του τα παρακάτω πλοία:
-
Το νεότευκτο θωρηκτό "ΑΒΕΡΩΦ", που ήταν η ναυαρχίδα, με εκτόπισμα 9.956 1 και ταχύτητα 23 κόμβων.
-
Τη μοίρα παλαιών θωρηκτών, με μοίραρχο τον Πλοίαρχο Π. Γκίνη που επέβαινε στο θωρηκτό "ΣΠΕΤΣΑΙ" και ακόμα τα θωρηκτά "ΥΔΡΑ" και "ΨΑΡΑ", ναυπήγησης 1890, με εκτόπισμα 4.800 1. Η ταχύτητα των πλοίων αυτών λόγω παλαιότητας δεν υπερέβαινε τους 12 κόμβους.
-
Την ομάδα αντιτορπιλικών (ανιχνευτικών), επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αντιπλοίαρχος Δ. Παπαχρήστος που επέβαινε στο "ΛΕΩΝ" και η οποία περιελάμβανε ακόμα τα αντιτορπιλικά "ΠΑΝΘΗΡ", "ΙΕΡΑΞ",
-
"ΑΕΤΟΣ". Τα πλοία αυτά ήταν αγγλικής κατασκευής, με εκτόπισμα 980 t και ταχύτητα 31 κόμβων. Στερούντο τορπιλών, η προμήθεια των οποίων δεν πραγματοποιήθηκε ως το τέλος του πολέμου.
-
Τον στολίσκο αντιτορπιλικών, με διοικητή τον Πλοίαρχο Ι. Βρατσάνο που επέβαινε στο "ΒΕΛΟΣ" και αργότερα στο "ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ". Ο στολίσκος αυτός περιελάμβανε ακόμα τα αντιτορπιλικά "ΝΙΚΗ", "ΑΣΠΙΣ", "ΔΟΞΑ", "ΣΦΕΝΔΟΝΗ", "ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ", "ΘΥΕΛΛΑ", "ΛΟΓΧΗ" και "ΚΕΡΑΥΝΟΣ". Από αυτά τα "ΚΕΡΑΥΝΟΣ" και "ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ" ήταν γερμανικής κατασκευής, εκτοπίσματος 5601 και ταχύτητας 32 κόμβων, ενώ τα αντιτορπιλλικά του τύπου "ΘΥΕΛΛΑ" - "ΝΙΚΗ" είχαν εκτόπισμα 350 t και ταχύτητα 32 κόμβων.
-
Την ομάδα τορπιλλοβόλων, με διοικητή τον Πλωτάρχη Κ. Μαλικόπουλο, ο οποίος επέβαινε στο "12". Η ομάδα περιελάμβανε ακόμα τα τορπιλοβόλα "11", "14", "15", "16", εκτοπίσματος 851 και ταχύτητας 17 κόμβων.
-
Το υποβρύχιο "ΔΕΛΦΙΝI".
-
Το ναρκοβόλο "ΚΑΝΑΡΗΣ" και άλλα βοηθητικά πλοία.
Ο Οθωμανικός Στόλος
Κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο ο Τουρκικός Στόλος που ναυλοχούσε στον Βόσπορο αποτελείτο από τα πλοία: "Βarbaros Hayeddin", "Τοrgud Reis". "Μuavenet –i Milliye", "Υadigar – i Mllet” , “Numune –i Hamiyet” “Samsun”, “Basra”. “ Tasoz” “Musul” "Akhisar", “ Sultanhisar” “ Sultanhisar””, “Zuhaf”, „Nevsehir“. Τα πλοία που ναυλοχούσαν στα Δαρδανέλια ήταν τα: "Μasudiye", "Αsar –i Tevfik", "Hamidabad” (Γ. Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 έγινε αναδιάρθρωση του Τουρκικού Στόλου σε μοίρες και η κατάσταση διαμορφώθηκε ως εξής:
α) Μοίρα θωρηκτών: "Βarbaros Heyreddin", "Τοrgud Reis", "Μasudiye", "Αsar –i Tevfik", “Dermirhisar” , “ Sultanhisar”, “ Sultanhisar”, "Hamidabad” , “Resit Pasa” (νοσοκομιακό)
β) Πρώτη Μοίρα Αντιτορπιλλικών: "Μecidiye", "Μuavenet –i Milliye", “Gayret –I Vataniye”, “Numune –i Hamiyet”
γ) Δεύτερη Μοίρα Αντιτορπιλλικών: “Batk –I Satvet”, “Yarhisar” “Basra”. “ Tasoz”
δ) Τρίτη Μοίρα Επικουρικών: «Tirimuigan», “ Intibah”, ” “Samsun”, (ρυμουλκό), "Αkhisar", “Samsun” (αντιτορπιλλικό).
ΤΟ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ
Η κυριαρχία του Ελληνικού Στόλου στο Αιγαίο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του Α' Βαλκανικού Πολέμου, διότι έτσι θα παρεμποδιζόταν η μεταφορά τουρκικών δυνάμεων από τις ασιατικές ακτές προς τα ευρωπαϊκά εδάφη του Οθωμανικού κράτους. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού τμήμα του Στόλου του Αιγαίου Πελάγους έπρεπε να περιπολεί συνεχώς προ των Στενών των Δαρδανελίων, ενώ η κύρια δύναμη του Στόλου θα ναυλοχούσε σε ορμητήριο κοντά στα Στενά, ώστε να μπορεί να επιτεθεί κατά του εχθρού σε σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις ειδοποιείτο με ασύρματο από τα αντιτορπιλλικά που εκτελούσαν περιπολίες.
Ως βάση του Ελληνικού Στόλου είχαν επιλεγεί οι Ωρεοί, στη βόρεια Εύβοια, που βρίσκονται σε απόσταση 175 ναυτικών μιλίων από τα Δαρδανέλια, το απόρθητο ορμητήριο των Τούρκων. Με το πλεονέκτημα αυτό ο Τουρκικός Στόλος είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων στις επιθέσεις του κατά του Ελληνικού Στόλου ή για κάθε άλλη επιχείρηση.-Το πρόβλημα είχε ήδη επισημανθεί από το Υπουργείο Ναυτικών κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897, όταν για πρώτη φορά είχε επιλεγεί ως ορμητήριο ο ίδιος κόλπος των Ωρεών. ΄Ομως ούτε τότε ελήφθη υπόψη η μεγάλη απόσταση του ορμητηρίου του Στόλου από τα Δαρδανέλια, ενώ ήταν φανερό ότι αυτό θα καταπονούσε υπερβολικά τα ελαφρά σκάφη που θα εκτελούσαν περιπολίες και επιπλέον τα παλαιά θωρηκτά, λόγω της παλαιότητας των λεβήτων και των μηχανών τους, θα δυσκολεύονταν να αντέξουν στις μεγάλες διαδρομές μέσα στον χειμώνα.
Παρά τα μειονεκτήματα αυτά το Υπουργείο Ναυτικών επέλεξε και πάλι τους Ωρεούς, όπου και άρχισαν επειγόντως εργασίες για την κατασκευή ορμητηρίου. Ο Παύλος Κουντουριώτης, ήδη από τον πόλεμο του 1897, είχε διατυπώσει τις αντιρρήσεις του, υποστηρίζοντας ότι το ορμητήριο του Ελληνικού Στόλου σε έναν προσεχή πόλεμο δεν θα έπρεπε να είναι οι Ωρεοί, η Σκιάθος ή ο Βόλος, αλλά μια βάση πλησιέστερη στα Δαρδανέλια, όπως ένα από τα τουρκοκρατούμενα νησιά του βόρειου Αιγαίου. Από τα νησιά αυτά η Λήμνος ήταν η μόνη που είχε το πλεονέκτημα του ευρύτατου και ασφαλέστατου κόλπου, του Μούδρου, βρισκόταν δε σε μια απόσταση 50 ναυτικών μιλίων από τα Στενά. + Αργότερα, όταν ο Παύλος Κουντουριώτης προήχθη σε υποναύαρχο και του ανατέθηκε η αρχηγία του Στόλου, εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την κατάληψη της Λήμνου, ώστε να την καταστήσει ορμητήριο του Ελληνικού Στόλου του Αιγαίου. Η πρόταση του έγινε αμέσως αποδεκτή.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ
Λήμνος
Ο Στόλος του Αιγαίου, με αρχηγό τον Υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη ο οποίος επέβαινε του θωρηκτού "ΑΒΕΡΩΦ", απέπλευσε από τον Φαληρικό όρμο στις 6 Οκτωβρίου, ακολουθούμενος από το επίτακτο ατμόπλοιο "ΠΗΝΕΙΟΣ", στο οποίο είχε επιβιβαστεί μια διλοχία του '20ού Συντάγματος Πεζικού υπό τον Λοχαγό Ι. Κονταράτο. Την επόμενη ημέρα, με την ανατολή του ηλίου, ο Στόλος έφθασε στον ΄Αγιο Ευστράτιο. Ταυτόχρονα σχεδόν το αντιτορπιλλικό "ΒΕΛΟΣ" ειδοποιούσε με τον ασύρματο ότι συνέλαβε ένα μικρό τουρκικό ιστιοφόρο και έναν Τούρκο στρατιώτη - ήταν ο πρώτος αιχμάλωτος του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Συγχρόνως το "ΚΑΝΑΡΗΣ" έπαιρνε τη διαταγή να πλεύσει προς τη Σκιάθο, ενώ τα 4 αντιτορπιλλικά τύπου "ΘΥΕΛΛΑ" είχαν λάβει εντολή να κατευθυνθούν προς τα Δαρδανέλια. ΄Ετσι άρχισαν οι περιπολίες, που έμελλε να διαρκέσουν ως το τέλος του πολέμου, δείγμα της αντοχής και της ναυτικής ικανότητας του ελληνικού ελαφρού στόλου.
΄Οταν ο στόλος έφθασε στο Κάστρο (Μύρινα) της Λήμνου, μια λέμβος του "ΑΒΕΡΩΦ" εστάλη και αυτή και σε λίγο επέστρεψε με δύο Τούρκους επισήμους και τον αντιπρόσωπο του μητροπολίτη. Μετά την άρνηση των Τούρκων για άμεση παράδοση του νησιού αποφασίστηκε απόβαση, η οποία όμως αναβλήθηκε. Την επόμενη ημέρα μια βλάβη στις μηχανές του "ΥΔΡΑ" καθυστέρησε τον στόλο ως το μεσημέρι. Τελικά ο στόλος έφθασε στις 16.00 στον εξωτερικό όρμο του Μούδρου, όπου σε λίγο κατέπλευσε και το "ΠΗΝΕΙΟΣ". Η καταπόνηση των ανδρών της διλοχίας, λόγω της θαλασσοταραχής, υπήρξε η αφορμή για νέα αναβολή της απόβασης.
Τελικά το πρωί της 8ης Οκτωβρίου, μεταξύ 08.00 και 11.00, η διλοχία αποβιβάστηκε στη ΒΔ ακτή του εξωτερικού όρμου του Μούδρου με τη βοήθεια των ακάτων των θωρηκτών και σύντομα προήλαυνε προς το εσωτερικό του νησιού, έχοντας και δύο αποβατικά πυροβόλα του "ΑΒΕΡΩΦ". Περίπου στις 14.00 στο χωριό Νερά συναντήθηκε με τουρκική δύναμη, η οποία μετά από αψιμαχία αναγκάστηκε να παραδοθεί. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Λοχαγός Ι. Κονταράτος έσπευσε προς το Κάστρο για να αποκλείσει την τουρκική συνοικία, οι κάτοικοι της οποίας είχαν εξοπλιστεί από τους Τούρκους. Μετά τη σύλληψη των Τούρκων αξιωματούχων ο Λοχαγός κατόρθωσε να εξουδετερώσει κάθε αντίσταση. Την επομένη υψώθηκε στο Κάστρο της Μύρινας η ελληνική σημαία, κάτω από τους κανονιοβολισμούς των θωρηκτών και τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των Ελλήνων κατοίκων.
Η κατάληψη της Λήμνου συνέβαλε στην άμεση βελτίωση της θέσης της Ελλάδας από στρατηγική άποψη, ενώ ο Στόλος απέκτησε ένα ιδανικό προωθημένο ορμητήριο, επιτυγχάνοντας τον αποκλεισμό του εχθρικού στόλου.
Στις 17 Οκτωβρίου ο αρχηγός του Στόλου έλαβε νέα διαταγή που αφορούσε την απελευθέρωση της Θάσου, της ΄Ιμβρου, της Σαμοθράκης και του Αγίου Ευστρατίου. Ο Στόλος του Αιγαίου, για την πραγματοποίηση της νέας αποστολής, κατατμήθηκε σε ισάριθμες μοίρες. Η Θάσος, ο ΄Αγιος Ευστράτιος και η ΄Ιμβρος απελευθερώθηκαν στις 18 Οκτωβρίου, η Σαμοθράκη στις 19, το ΄Αγιο ΄Ορος στις 20, τα Ψαρά στις 21, η Τένεδος στις 24 και στις 4 Νοεμβρίου η Ικαρία, της οποίας οι κάτοικοι είχαν ήδη καταλύσει τις τουρκικές αρχές.
Λέσβος
Η II Μεραρχία που βρισκόταν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης διατάχθηκε να διαθέσει ένα σύνταγμα πεζικού και μια πυροβολαρχία για την απελευθέρωση της Λέσβου και της Χίου. Για την απόβαση στη Λέσβο συγκροτήθηκε και ένα τάγμα πεζικού που επιβιβάστηκε στα επίτακτα πλοία "Καλουτάς" και "Ισμήνη", τα οποία ακολούθως εισέπλευσαν στο λιμάνι της Λέσβου στις 7 Νοεμβρίου, μαζί με τον Στόλο. Η απόβαση του ναυτικού αγήματος και του τάγματος πεζικού πραγματοποιήθηκε μετά τις 11.30, ενώ στις 14.00 υψώθηκε στο διοικητήριο η ελληνική σημαία, κάτω από τους κανονιοβολισμούς των πλοίων και τις ζητωκραυγές των Ελλήνων κατοίκων.
Η τουρκική δύναμη που στάθμευε στο νησί, αποτελούμενη από 1.500-2.000 άνδρες, συμπτύχθηκε στο χωριό Φίλια, όπου υπήρχε οργανωμένο στρατόπεδο και επάρκεια τροφίμων. Στο μεταξύ ο αρχηγός του Στόλου, αφού άφησε στη Μυτιλήνη τη Μοίρα Ευδρόμων και δύο αντιτορπιλλικά, απέπλευσε για να αναλάβει την αποστολή συνοδείας της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας που μεταφερόταν από τη Θεσσαλονίκη στην Αλεξανδρούπολη.
Στη Λέσβο συγκεντρώθηκε μια δύναμη 3.175 ανδρών, που κατανεμήθηκαν σε δύο φάλαγγες. Αυτές στις 3 Δεκεμβρίου προέλασαν για την εκκαθάριση του νησιού από τα στρατιωτικά τμήματα των Τούρκων. Οι συντονισμένες επιθετικές ενέργειες των ελληνικών τμημάτων ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν στις 8 Δεκεμβρίου.
Χίος
Οι κατακτητές Τούρκοι είχαν προπαρασκευάσει στρατιωτικά τη Χίο σε ικανοποιητικό βαθμό, ήδη από την περίοδο του ιταλο-τουρκικού πολέμου. Για την απελευθέρωση του νησιού διατέθηκε ένα σύνταγμα πεζικού υπό τον Συνταγματάρχη Πεζικού Ν. Δελαγραμμάτικα. Αυτό συγκροτήθηκε από ένα τάγμα του 1ου και δύο τάγματα του 7ου Συντάγματος της II Μεραρχίας της Θεσσαλονίκης και μια πυροβολαρχία Κrυρρ. Η Μοίρα Ευδρόμων, μαζί με τα πλοία "Πατρίς" και ' "Σαπφώ" που μετέφεραν τους άνδρες του συντάγματος και το "Εριέττα" με την πυροβολαρχία Κrυρρ, προσορμίστηκαν στο λιμάνι της Χίου στις 11 Νοεμβρίου. Μετά την άρνηση των Τούρκων για άμεση παράδοση άρχισε η απόβαση, στα νότια της πόλης. Οι εχθροί, μολονότι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι αποβατικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη της Χίου στις 12 Νοεμβρίου. Τα τμήματα παρέμειναν στην πόλη, εκτός ενός τάγματος που προωθήθηκε και κατέλαβε θέσεις ΒΑ της πόλης. Οι Τούρκοι που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Καρυές άρχισαν να βάλλουν κατά του τάγματος, αλλά μετά από την επίθεση 6 ελληνικών λόχων που υποστηρίζονταν από μια πυροβολαρχία εκδιώχθηκαν από τις προωθημένες θέσεις τους. Στη συνέχεια το εύδρομο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" αποβίβασε μικρό άγημα στον όρμο Βολισσού, στα δυτικά του νησιού, το οποίο και κατέλαβε τη Μονή Μουνδών, αιχμαλωτίζοντας την τουρκική φρουρά. Επίσης στα Καρδάμυλα, όπως και σε ένα άλλο χωριό, το Λιθί, οργανώθηκε σώμα εθελοντών.
΄Ετσι οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κέντρο του νησιού, στην περιοχή του Περδικόβουνου. Αργότερα έφθασαν στο νησί και 200 Κρήτες εθελοντές. Η γενική επίθεση κατά των Τούρκων άρχισε στις 07.00 της 20ής Δεκεμβρίου, με την υποστήριξη των πυροβόλων του Στόλου. Οι δύο φάλαγγες κατόρθωσαν να κάμψουν την τουρκική αντίσταση και να περιορίσουν τους Τούρκους στο χωριό Αναβατός. Οι Τούρκοι, που βρέθηκαν περικυκλωμένοι, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την "άνευ όρων" παράδοση τους, η οποία άρχισε στις 20.00 της ίδιας ημέρας και ολοκληρώθηκε την επομένη.
Παράλληλα τα τμήματα που είχαν αποβιβαστεί στο Βολισσό και στα Καρδάμυλα, μαζί με άλλα μικρότερα που είχαν σταλεί στα χωριά Βίκι και Λαγκαδά, κατόρθωσαν να περικυκλώσουν τις τουρκικές δυνάμεις που είχαν συμπτυχθεί στο χωριό Πιτυούς. Ακολούθως οι Τούρκοι αναγκάστηκαν - στις 21 Δεκεμβρίου - να υψώσουν και εκεί λευκές σημαίες και να παραδοθούν. Το σύνολο της τουρκικής δύναμης που παραδόθηκε ανήλθε σε 37 αξιωματικούς και 1.800 οπλίτες.
Σάμος
Τον Σεπτέμβριο του 1912 κηρύχθηκε στη Σάμο τοπική επανάσταση, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι χωροφύλακες που βρίσκονταν στο νησί να υποχρεωθούν σε αποχώρηση. Τότε η "Εθνοσυνέλευση των Σαμιωτών" κήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα, αλλά η Ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να την αποδεχθεί. Την 1η Μαρτίου 1913 εστάλησαν στη Σάμο το θωρηκτό "ΨΑΡΑ", δύο αντιτορπιλλικά και το ατμόπλοιο "ΘΕΣΣΑΛΙΑ", στο οποίο επέβαινε μια διλοχία πεζικού. Την επομένη τα πλοία αγκυροβόλησαν στο Βαθύ. Επακολούθησε η απόβαση της διλοχίας και η παρέλαση της στους σημαιοστολισμένους δρόμους της πόλης, κάτω από τις επευφημίες των Σαμιωτών.
Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ
Το 1836 οι Οθωμανοί είχαν παραχωρήσει στο Καστελόριζο καθεστώς αυτοδιοίκησης. ΄Ομως οι ντόπιοι πατριώτες κατέλυσαν την 1η Μαρτίου 1913 τις τουρκικές αρχές και ο Ι. Δραγούμης απέστειλε στο νησί ημιεπίσημο διοικητικό σύμβουλο και 30 βρακοφόρους Κρητικούς, που ενισχύθηκαν με 23 χωροφύλακες από τη Σάμο. ΄Οταν ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος πληροφορήθηκε τα γεγονότα έδειξε δυσφορία και δεν έκανε αποδεκτή την ένωση του Καστελόριζου με τη μητέρα πατρίδα. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης των Δαρδανελίων, οι Γάλλοι κατέλαβαν το νησί για λογαριασμό τους. Το 1921 το Καστελόριζο παραχωρήθηκε στην Ιταλία έναντι αδρής αμοιβής.
Με αυτές τις ενέργειες ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου, εκτός της Δωδεκανήσου, που Βρισκόταν από τις 4 Μαΐου 1912 υπό ιταλική κατοχή, καθώς και του Καστελόριζου, του οποίου η απελευθέρωση δεν αναγνωρίστηκε για λόγους "πολιτικής σκοπιμότητας" από τη βασιλική κυβέρνηση.
Με αυτές τις ενέργειες ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου, εκτός της Δωδεκανήσου, που Βρισκόταν από τις 4 Μαΐου 1912 υπό ιταλική κατοχή, καθώς και του Καστελόριζου, του οποίου η απελευθέρωση δεν αναγνωρίστηκε για λόγους "πολιτικής σκοπιμότητας" από τη βασιλική κυβέρνηση.
ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ
Ο Στόλος του Αιγαίου, παράλληλα με την αποστολή της απελευθέρωσης των νησιών, είχε και την υποχρέωση να περιορίσει τις κινήσεις του Οθωμανικού Στόλου στο Αιγαίο Πέλαγος. ΄Ηδη από τις 6 Οκτωβρίου 1912 τα αντιτορπιλλικά του Στόλου είχαν αρχίσει περιπολίες στην είσοδο των Δαρδανελίων. Οι περιπολίες αυτές συνεχίστηκαν ως το τέλος του Νοεμβρίου με βάση την Τένεδο, που είχε ήδη απελευθερωθεί.
Το Υπουργείο Ναυτικών, προκειμένου να ανακουφίσει τον Στόλο του Αιγαίου, σχημάτισετη Μοίρα Ευδρόμων που προαναφέρθηκε, αποτελούμενη από τα αντιτορπιλλικά "ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ" και "ΚΕΡΑΥΝΟΣ", καθώς και από διασκευασμένα και εξοπλισμένα πλοία του εμπορικού στόλου. Σύντομα όμως τα αντιτορπιλλικά αντικαταστάθηκαν από τα τορπιλλοβόλα "12" και "14". Τα επίτακτα πλοία της "Μοίρας Ευδρόμων" ήταν η "ΕΣΠΕΡΙΑ", η "ΑΡΚΑΔΙΑ", η "ΜΥΚΑΛΗ" και η "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ". Τα πλέον εντυπωσιακά συμβάντα της περιόδου αυτής υπήρξαν δύο επιδρομές τορπιλλοθόλων εναντίον τουρκικών πλοίων.
Κατά την έναρξη του πολέμου υπήρχαν δύο ναυτικές βάσεις των Οθωμανών: στη Θεσσαλονίκη και στην Πρέβεζα. Η Θεσσαλονίκη είχε τέσσερις πυροβολαρχίες των 210 πιπί και δύο σειρές από 24 νάρκες. Επικεφαλής της ναυτικής φρουράς ήταν ο πλωτάρχης αζιζ Μahmut ο οποίος ήταν και κυβερνήτης του "Feth - I Buled". Η παλαιά αυτή κορβέτα είχε παροπλιστεί στην αρχή του ιταλοτουρκικού πολέμου και τα 4 πυροβόλα της των 150 χιλ, τα 4 των 75 χιλ και τα 4 των 57 πιπί είχαν τοποθετηθεί προς ενίσχυση στα οχυρά της Θεσσαλονίκης. Το "Feth - I Buled". χρησιμοποιείτο ως κοιτώνας, ενώ 90 άτομα από το πλήρωμα του είχαν χρησιμοποιηθεί για την επάνδρωση των παράκτιων πυροβολείων. Ο Αζίζ Μahmut είχε επίσης στη διάθεση του τα ρυμουλκά "Surat", "Tesshilat", "Κaterin" και "Salanik". Το πλοίο "Selanik" είχε διαμορφωθεί για να τοποθετεί νάρκες και όλα τα ρυμουλκά είχαν εξοπλιστεί με πυροβόλο των 37 χιλ .
Η πρώτη επίθεση κατά των Τούρκων σημειώθηκε από το τορπιλλοβόλο "11", το οποίο μαζί με το 15 και το οπλιταγωγό "Σφακτηρία" βρισκόταν στις ακτές της Πιερίας για τον ανεφοδιασμό της VIIIης Μεραρχίας, που προήλαυνε κατά μήκος των ακτών προς τη Θεσσαλονίκη. Ο κυβερνήτης του, Υποπλοίαρχος Ν. Βότσης, μετά από σχετική άδεια του Υπουργείου Ναυτικών απέπλευσε από τη Σκάλα του Λιτόχωρου στις 18 Οκτωβρίου και μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα εισέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, διαμέσου των εκβολών του Αξιού ποταμού, αποφεύγοντας την κύρια είσοδο - ανάμεσα στο φρούριο Καραμπουρνού και στον φωτοσημαντήρα.
΄Οταν το σκάφος βρέθηκε σε απόσταση 150 μέτρων από το "Feth - I Buled". εξαπέλυσε τρεις τορπίλες. Η μια πέτυχε την αποβάθρα άνθρακα και προξένησε μεγάλη ζημιά. Οι άλλες δύο πέτυχαν το εχθρικό πλοίο ανάμεσα στο μπροστινό κατάρτι και την καπνοδόχο. Το πλοίο ανετράπη και βυθίστηκε. Πνίγηκαν 7 μέλη του πληρώματος και ο ιμάμης του πλοίου. Στη συνέχεια το τορπιλοβόλο "11" απέπλευσε ολοταχώς από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, διαμέσου της ναρκοθετημένης κύριας εισόδου του λιμανιού, δίχως να γίνει αντιληπτό από τους Τούρκους. Η επίθεση αυτή είχε δυσμενή επίδραση στο ηθικό των Τούρκων, που εκείνη την περίοδο προσπαθούσαν να ανακόψουν στα Γιαννιτσά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς τη Θεσσαλονίκη, και συνέβαλε αποφασιστικά στη νικηφόρα έκβαση του αγώνα υπέρ των Ελλήνων.
Η δεύτερη επίθεση έγινε από το τορπιλ-λοβόλο "14" στο λιμάνι των Κυδωνιών, εναντίον της τουρκικής κανονιοφόρου "Τραπεζούς". ΄Οταν οι Τούρκοι αντελήφθησαν το ελληνικό τορπιλλοβόλο άνοιξαν τους κρουνούς βύθισης του πλοίου τους και το εγκατέλειψαν. Το άγημα των Ελλήνων ναυτών δεν πρόλαβε να κλείσει όλους τους κρουνούς και το τουρκικό πλοίο βυθίστηκε μαζί με τον πλοίαρχο και τον μηχανικό.
Μετά τα προαναφερθέντα "γεγονότα επακολούθησε ανασύνταξη του Τουρκικού Στόλου στον Ναύσταθμο του Ναγαρά (Αβύδου), ενώ υπογράφηκε συνθήκη ανακωχής ανάμεσα στην Τουρκία και τη Σερβία, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο. Το ηθικό της Τουρκίας αναπτερώθηκε και ο Τουρκικός Στόλος αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον Ελληνικό για να ανακαταλάβει τα απελευθερωθέντα νησιά και να επανακτήσει τον έλεγχο του Αιγαίου Πελάγους.
Στις 26.11.1912 ο αρχηγός του Τουρκικού Στόλου, Τahir, αντικαταστάθηκε από τον Ramiz Naman. Ο τελευταίος ήταν επικεφαλής της ομάδας των φιλοπόλεμων αξιωματικών και Νεότουρκων. Συντάχθηκαν νέα επιχειρησιακά σχέδια και αποφασίστηκε η επίθεση εναντίον των ελληνικών πλοίων όταν θα απουσίαζε το "ΑΒΕΡΩΦ".
Ο Οθωμανικός Στόλος οργανώθηκε σε μια μοίρα θωρηκτών, δύο μοίρες αντιτορπιλικών και μια ομάδα πλοίων που ενεργούσαν ανεξάρτητα. Κατά τα λεγόμενα των Τούρκων, νέοι, ικανοί και ενεργητικοί αξιωματικοί ανέλαβαν τη διοίκηση των πλοίων, όμως σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η υλοποίηση των στόχων ήταν αδύνατη. Τούτο οφειλόταν στην κακή κατάσταση των μηχανών και του εν γένει εξοπλισμού και στο ότι δεν είχε ληφθεί καμία μέριμνα για την αποθήκευση επαρκούς ποσότητας καυσίμων και πυρομαχικών. Ας σημειωθεί ότι εκτός από τα μειονεκτήματα που παραδέχονται οι ίδιοι οι Τούρκοι, το Οθωμανικό Ναυτικό δεν είχε πεπειραμένα πληρώματα για την εκτέλεση των απαραίτητων ελιγμών των πλοίων. ΄Οπως προέκυψε από τα αποτέλεσμα-τα των ναυμαχιών, οι Τούρκοι χειριστές των πυροβόλων ήταν επίσης πολύ άστοχοι.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ
Το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου 1912 το αντιτορπιλλικό "ΣΦΕΝΔΟΝΗ", που περιπολούσε έξω από το ακρωτήριο της ΄Ελλης, αντιλήφθηκε τουρκικό αντιτορπιλικό, το οποίο αφού το πλησίασε έριξε τέσσερις οβίδες εναντίον του. Το αντιτορπιλικό "ΛΟΓΧΗ", συμμετέχοντας στον κανονιοβολισμό, έριξε και αυτό μια οβίδα κατά του τουρκικού πλοίου. ΄Ομως στην επέμβαση των ελληνικών πλοίων απήντησαν τα τουρκικά παράκτια πυροβολεία και τα ανάγκασαν να απομακρυνθούν. Στις 13.30 το καταδρομικό "Μecidiye", ακολουθούμενο από τρία αντιτορπιλικά, επιχείρησε νέα έξοδο, που έγινε και πάλι αντιληπτή από το "ΣΦΕΝΔΟΝΗ", με αποτέλεσμα να ακολουθήσει νέα μονομαχία πυροβολικού. Στο μεταξύ ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης, μόλις έλαβε το σήμα από το "ΣΦΕΝΔΟΝΗ", διέταξε να ετοιμαστούν τα πλοία που βρίσκονταν στον κόλπο του Μούδρου και να αποπλεύσουν για τα στενά των Δαρδανελίων. Η περιπολία των ελληνικών πλοίων κράτησε μέχρι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου.
Στις 08.00 της 3ης Δεκεμβρίου ο Τουρκικός Στόλος εξήλθε από τα Δαρδανέλια με προορισμό την Ιμ6ρο. Τα τουρκικά θωρηκτά και η δεύτερη μοίρα είχαν εντολή να προπορευτούν, ενώ η τρίτη μοίρα, που αποτελείτο από βοηθητικά πλοία, θα περίμενε έξω από το οχυρό του Κumkale στα Δαρδανέλια. Η πρώτη μοίρα θα έπλεε δεξιά των θωρηκτών για να τα προστατεύσει από μια ελληνική επίθεση από τα ΒΑ, ενώ η δεύτερη μοίρα είχε μια παρόμοια αποστολή από την αριστερή πλευρά.
Τα πλοία εγκατέλειψαν τα αγκυροβόλια τους, που βρίσκονταν μεταξύ Ναγαρά και Canakkale, μεταξύ των ωρών επτά και οκτώ το πρωί. Στις 08.00 η πρώτη τουρκική μοίρα, προχωρώντας σε "γραμμή παραγωγής", κινήθηκε προς τα βόρεια και το καταδρομικό "Μecidiye" με τα οκτώ αντιτορπιλικά παρέμεινε στην είσοδο των Δαρδανελίων. Ενώ τα πλοία "Sivri Hisar", "Βarbaros Haureddin", "Τurgut Reis", "Μesaudiye" παρέμειναν στα ανοικτά του Seddulbahir, τα "Samsun" και "Αkhisar" προχώρησαν για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις των ελληνικών πλοίων. Επίσης το "Μecidiye" παρέμεινε με τα πλοία της δεύτερης μοίρας για να τα ενισχύσει στον αγώνα τους εναντίον του ελληνικού υποβρυχίου "ΔΕΛΦΙΝ". Τα τουρκικά θωρηκτά έπλεαν προς τα ελληνικά θωρηκτά "ΑΒΕΡΩΦ", "ΣΠΕΤΣΑΓ, "ΥΔΡΑ" και "ΨΑΡΑ", που στράφηκαν προς τα βόρεια, σε "γραμμή παραγωγής" η οποία συνέκλινε προς την τουρκική. Τα τέσσερα ελληνικά "ανιχνευτικά" παρατάχθηκαν σε γραμμή παραγωγής 1.000 μέτρα αριστερά των θωρηκτών και ο στολίσκος των αντιτορπιλικών ακόμα πιο αριστερά. Τα τουρκικά θωρηκτά άνοιξαν πυρ στις 09.22 από απόσταση 12.500 πι και τρία λεπτά αργότερα απάντησαν τα ελληνικά από απόσταση 12.000 (η. Το "ΑΒΕΡΩΦ", αναπτύσσοντας ταχύτητα, διέγραψε τόξο και κατευθύνθηκε προς τα τουρκικά πλοία.
΄Οταν οι Τούρκοι αντελήφθησαν τον ελιγμό του "ΑΒΕΡΩΦ" τρομοκρατήθηκαν και εμπρός στον κίνδυνο να βρεθούν ανάμεσα στα πυρά των ελληνικών πλοίων προτίμησαν να οπισθοχωρήσουν, να τραπούν σε φυγή εντός των Δαρδανελίων και να τεθούν κάτω από την προστασία των πυροβόλων των παράκτιων οχυρών.
Στις 09.50 το "Βarbaros Haureddin", πραγματοποίησε μεταβολή, ακολουθούμενο από την υπόλοιπη μοίρα. Ο ελιγμός του πλοίου ήταν ατελής και σύντομα δημιουργήθηκε πανικός. Τα τουρκικά πλοία βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πυροβόλα τους και η ταχύτητα τους να μειωθεί στους 10 κόμβους. Στις 09.55 το " Βarbaros Haureddin", δέχθηκε βλήμα στο πρυμναίο κατάστρωμα και πέντε άνδρες του φονεύθηκαν. Σε λίγο ένα νέο βλήμα πέτυχε τον πυργίσκο της πρύμνης. Κομμάτια από βλήματα διαπέρασαν το κατάστρωμα και προκάλεσαν ζημιές στους λέβητες. Το " Torgud Reis" και το "Μesudiye" δέχθηκαν βλήματα, αλλά οι ζημιές που υπέστησαν ήταν μικρές.
Στις 10.17 η ναυμαχία έληξε και τα τουρκικά πλοία επέστρεψαν στα Δαρδανέλια. Το "Μesudiye" και το "Asar - I Tevfik" προηγούντο και εκτέλεσαν στροφή στο στόμιο των Στενών για να προστατεύσουν την υποχώρηση των υπολοίπων πλοίων. Τα πλοία έφθασαν στo Seddulbahir στις 12.00 και στo Kanakkale στις 13.00, όπου μεταφέρθηκαν οι 18 νεκροί και οι 40 τραυματίες στο νοσοκομειακό πλοίο "Resit Pasa". Μετά τη ναυμαχία η πρώτη τουρκική μοίρα έπλευσε προς την Τένεδο. Εκεί συνάντησε μια ομάδα ελληνικών πλοίων και μετά από σύντομη ανταλλαγή πυρών επέστρεψε στα Δαρδανέλια.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ
Μετά από δευτερεύουσες επιχειρήσεις ο Τουρκικός Στόλος επιχείρησε μια νέα έξοδο από το νότιο στόμιο των Δαρδανελίων. Το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1913 το αντιτορπιλικό "ΛΕΩΝ" ανέφερε ότι το τουρκικό καταδρομικό "Μecidiye", μαζί με τρία θωρηκτά και 8 αντιτορπιλικά, κατευθυνόταν προς τη Λήμνο σε γραμμή παραγωγής. Η ναυαρχίδα " Βarbaros Haureddin", προηγείτο της κύριας δύναμης, ενώ το " Μecidiye" πλαισιωνόταν από τα πλοία "Βerk -I Satvet", "Βasra" και "Υarhisar" . Τα βοηθητικά πλοία παρέμεναν μπροστά από τα Στενά, ενώ τα ρυμουλκά "Samsun" και Ίntibah" ήταν σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο.
Ο Ελληνικός Στόλος, αποτελούμενος από τα τέσσερα θωρηκτά, τα ανιχνευτικά "ΑΕΤΟΣ" και "ΙΕΡΑΞ" και τα αντιτορπιλικά "ΣΦΕΝΔΟΝΗ", "ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ" και "ΝΙΚΗ", πλέοντος σε γραμμή παραγωγής συναντήθηκε με τον τουρκικό κοντά στο ακρωτήριο Ειρήνη της Λήμνου. ; Οταν στις 10.55 το " Μecidiye" αντιλήφθηκε το "ΑΒΕΡΩΦ", πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών και απομακρύνθηκε μαζί με τα πλοία "Βasra" και "Yarhisar", ενώ τα θωρηκτά "H. Barbaros", "Τorgud Reis", "Μesudiye" και τα αντιτορπιλικά - σύμφωνα με τις διαταγές του Ναυάρχου Ρamiz - προχώρησαν προς τα νότια σε γραμμή παραγωγής.
Στις 11.34 τα τουρκικά πλοία άρχισαν να βάλλουν κατά των ελληνικών από απόσταση 8.400 μέτρων και τα ελληνικά απάντησαν σχεδόν αμέσως. Από την αρχή της ναυμαχίας το "ΑΒΕΡΩΦ" και το "ΣΠΕΤΣΑΙ" συγκέντρωσαν τα πυρά τους στα δύο προπορευόμενα τουρκικά θωρηκτά, ενώ το "ΥΔΡΑ" και το "ΨΑΡΑ" είχαν ως στόχο το "Μesudiye ". Λίγο μετά την έναρξη της ναυμαχίας το "Μesudiye" και τα αντιτορπιλικά στράφηκαν ΒΑ και απομακρύνθηκαν. Στις 12.50 το "Μesudiye " δέχθηκε μια ομοβροντία στην πυροβολαρχία των 150 χιλ και τρία πυροβόλα του αχρηστεύτηκαν. Τότε αναγκάστηκε να αποχωρήσει φλεγόμενο.
Λίγο αργότερα μια ομοβροντία του "ΑΒΕΡΩΦ" πέτυχε το θωρηκτό "Η3γΓβάα1η Β3Γ03Γ03" στον κεντρικό πυργίσκο των 280 πιιη, σκοτώνοντας όλους τους χειριστές του. Στη συνέχεια η τουρκική ναυαρχίδα δέχθηκε και άλλα βλήματα στο κατάστρωμα της, με αποτέλεσμα να εισέλθουν καπνοί στο μηχανοστάσιο, το οποίο εγκαταλείφθηκε από το πλήρωμα. Ετσι η ταχύτητα του πλοίου μειώθηκε στους 5 κόμβους. Στις 12.55 το " Βarbaros Haureddin"πέρασε δίπλα από το "Τοrgud Reis", το οποίο ανέλαβε την ηγεσία της μοίρας. Το τελευταίο, καλύπτοντας την πρώην ναυαρχίδα, κατευθύνθηκε προς το , στόμιο των Δαρδανελίων διωκόμενο από το "ΑΒΕΡΩΦ". Στις 13.50 ένα βλήμα του "ΑΒΕΡΩΦ" βρήκε το "Τοrgud Reis", κοντά στην ίσαλο γραμμή και από το ρήγμα που προκλήθηκε εισέρευσαν νερά σε ένα λεβητοστάσιο του.
Τελικά ο Τουρκικός Στόλος, νικημένος, ακολουθήθηκε από τον Ελληνικό και εισήλθε εσπευσμένα στα Στενά, για να τεθεί υπό την προστασία των παράκτιων πυροβολείων του οχυρού Κumkale.
Μετά τη ναυμαχία αυτή ο Τουρκικός Στόλος δεν τόλμησε να παραταχθεί πάλι έναντι του Ελληνικού, ακολούθησε δε την τακτική του αιφνιδιασμού. Τον Φεβρουάριο του 1913 οι δύο στόλοι συναντήθηκαν κοντά στην ; Ιμβρο, αλλά δεν ναυμάχησαν. Το ίδιο συνέβη και λίγο αργότερα κοντά στην Τένεδο.
Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΤΟΥ "ΗΑΜΙDΙΥΕ"
Μετά τις ναυμαχίες ανάμεσα στον Ελληνικό Στόλο (με ναυαρχίδα το θωρηκτό "ΑΒΕΡΩΦ") και τον Οθωμανικό Στόλο, έγινε αντιληπτό από τους Οθωμανούς ότι τα ελληνικά πλοία ήταν ευέλικτα και γρήγορα, ενώ ο δικός τους στόλος ήταν αργός και δεν θα είχαν επιτυχίες στη θάλασσα για όσο καιρό το "ΑΒΕΡΩΦ" παρέμενε μαζί με τα υπόλοιπα ελληνικά πλοία. Αποφάσισαν λοιπόν να εγκαινιάσουν ένα είδος πειρατικής τακτικής, προσβάλλοντας μικρά νησιά και βυθίζοντας ελληνικά εμπορικά πλοία. Για τον σκοπό αυτό επελέγη το "Ηamidiye", το οποίο δεν αντιμετώπιζε προβλήματα ευστάθειας όπως -για παράδειγμα - το "Μecidiye". Το πλοίο αυτό μετά από επισκευές ετοιμάστηκε για τον απόπλου. Ο κυβερνήτης του, Ηuseyin Rauf, έλαβε διαταγή να επιτεθεί εναντίον του λιμανιού της Ερμούπολης Σύρου και μετά να επιστρέψει αμέσως στα Στενά.
Στις 18.00 της 1ης Ιανουαρίου 1913 το "Ηamidiye" αναχώρησε για το Αιγαίο με ταχύτητα 15 κόμβων και την επομένη έφθασε στη Σύρο, όπου ναυλοχούσε το αγγλικό εμπορικό πλοίο "Αλεξάνδρα" και το ελληνικό επικουρικό πλοίο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ". Το τουρκικό σκάφος, αφού εξέπεμψε σήμα στα δύο πλοία να εγκαταλείψουν το λιμάνι, έβαλε κατά του "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", το πλήρωμα του οποίου το είχε ήδη εγκαταλείψει. Ενώ το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" βυθιζόταν το "Ηamidiye", άρχισε να βάλλει κατά της Ερμούπολης, προκαλώντας ζημιές στην πόλη. Το οθωμανικό πλοίο γύρω στις 13.00 εγκατέλειψε τη Σύρο και κατευθύνθηκε προς τα Στενά. Η τακτική αυτή των Τούρκων απέβλεπε στο να προκαλέσει την αποστολή του "ΑΒΕΡΩΦ" προς καταδίωξη του "Ηamidiye", ώστε να στερηθεί ο υπόλοιπος στόλος της ηγεσίας του -μοναδικού στο Αιγαίο - ελληνικού θωρηκτού.
΄Ομως ο Ναύαρχος Π. Κουντουριώτης δεν παρασύρθηκε από την τουρκική παγίδα και αποφάσισε να παραμείνει μαζί με τα άλλα πλοία του στόλου.
Στις3.1.1913ο κυβερνήτης του "Ηamidiye", μπροστά στον κίνδυνο να βυθιστεί από το "ΑΒΕΡΩΦ", αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την Κρήτη και από εκεί στη Βηρυτό, όπου έφθασε μετά από δύο ημέρες. Εκεί, αφού προμηθεύτηκε τρόφιμα και άνθρακα, συνέχισε το ταξίδι του προς το Pord Said της Αιγύπτου. Από εκεί αναγκάστηκε να αποπλεύσει 24 ώρες μετά και να περάσει από τη διώρυγα του Σουέζ με τελικό προορισμό το λιμάνι της Τζέντα στην αραβική χερσόνησο, που τελούσε υπό οθωμανικό έλεγχο. Στις 23 Φεβρουαρίου το "Ηamidiye" έλαβε τη διαταγή να κινηθεί προς την Αδριατική. Το πλοίο αναχώρησε από την Τζέντα και την επομένη επέστρεψε στο Pord Said . Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Μάλτα για να ανεφοδιασθεί με άνθρακα από ιταλικό ατμόπλοιο. ΄Ομως όταν έφθασε στο λιμάνι της διεπίστωσε ότι το ιταλικό ατμόπλοιο είχε ήδη αναχωρήσει για τη Βηρυτό.
Μετά τον ανεφοδιασμό στη Μάλτα το τουρκικό πλοίο αναχώρησε για τη Χάιφα, όπου έφθασε στις 10.2.1913. Στη συνέχεια κινήθηκε προς τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και στις 12.2.1913 έφθασε στο νησί Κacova, κοντά στο Καστελόριζο. Μετά από μικρές επισκευές το πλοίο αναχώρησε για την Αττάλεια, όπου επρόκειτο να φορτώσει 10.000 χρυσές λίρες και πολεμοφόδια για τον τουρκικό στρατό όπου βρισκόταν στα αλβανικά παράλια. ΄Ομως το φορτίο άργησε να φτάσει και το "Ηamidiye" αναχώρησε για τη Βηρυτό, με σκοπό να προμηθευτεί άνθρακα από πλοίο και στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς νησί για να φορτώσει πολεμοφόδια.
Μετά τη φόρτωση των πολεμοφοδίων οι Τούρκοι διεπίστωσαν ότι στο φορτίο δεν συμπεριλαμβάνονταν οι θρυαλλίδες και έτσι το πλοίο κατευθύνθηκε προς την Αλεξανδρέττα για να τις παραλάβει από εκεί. Στις 23 Φεβρουαρίου ξεκίνησε για τις ακτές της Ηπείρου. Στις 28.2 έφθασε στο Δυρράχιο και στη συνέχεια στο λιμάνι S. Giovanni di Madua . Εκεί έβαλε κατά των ελληνικών πλοίων τα οποία μετέφεραν Σέρβους στρατιώτες και στη συνέχεια απομακρύνθηκε, καταδιωκόμενο από τα πλοία "ΑΧΕΛΩΟΣ", "ΑΛΦΕΙΟΣ", "ΕΥΡΩΤΑΣ" καΐ "ΠΗΝΕΙΟΣ". Επειδή το "Ηamidiye" αδυνατούσε να επιστρέψει στις ακτές της Μικράς Ασίας, κινήθηκε προς την Αίγυπτο και στις 16.3 έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Μετά από άσκοπες περιπλανήσεις έφθασε στη Τζέντα, όπου και παρέμεινε ως τις 17 Απριλίου, ημέρα υπογραφής της ανακωχής. Τότε μόνο κρίθηκε ότι το "Ηamidiye" μπορούσε να επιστρέψει με ασφάλεια στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστροφή του έγινε στις 25.8.1913.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Ελληνικός στόλος, υπό τις διαταγές του υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου: απέπλευσε αμέσως βορειοανατολικά και άρχισε περιπολίες έξω από τα Δαρδανέλλια. Ο τουρκικός στόλος, ο οποίος λόγω της παρουσίας του ιταλικού στο Αιγαίο από τον Απρίλιο του 1912 είχε παραμείνει προφυλαγμένος μέσα στα Στενά, δεν πρόλαβε να αντιδράσει έγκαιρα. Στις 8 Οκτωβρίου καταλήφθηκε η Λήμνος και άρχισε η μετατροπή του φυσικού λιμανιού της, του Μούδρου, σε ναυτική βάση και ορμητήριο του ελληνικού στόλου. Από τις 6 Οκτωβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου του 1912 μικτά αγήματα του στόλου απελευθέρωσαν, όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου:17/10/1912 Ίμβρος, Θάσος και Άγιος Ευστράτιος, 18/10/1912 Σαμοθράκη, 21/10/1912 Ψαρά, 24/10/1912 Τένεδος, 2/11/1912 χερσόνησος Αγίου Όρους, 11/11/1912 Λέσβος, 13/11/1912 Χίος,14/11/1912 Οινούσσες, 27/11/1912 Ικαρία και 02/3/1913 Σάμος.
Η Τουρκία στο τέλος του Α' Βαλκανικού Πολέμου είχε απωλέσει όλα τα νησιά, καθώς και τον έλεγχο του Αιγαίου Πελάγους. Οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι Οθωμανοί για την επανάκτηση, έστω και ορισμένων νησιών, απέβη άκαρπη. Η ολοκληρωτική απώλεια της Οθωμανικής Διοικητικής Περιφέρειας της "Ασπρης Θάλασσας" ή του "Αιγαίου", η οποία περιελάμβανε τα Δωδεκάνησα και τα νησιά που είχαν καταληφθεί από τον Ελληνικό Στόλο, περιόρισε αναγκαστικά τους Τούρκους στη Μικρά Ασία.
Το 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις γνωστοποίησαν στην Ελληνική κυβέρνηση ότι τα κατακτηθέντα νησιά, με εξαίρεση την ΄Ιμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο, θα είναι δυνατό να προσαρτηθούν στην Ελλάδα μόνον όταν ο Ελληνικός Στρατός εκκενώσει τη Βόρεια ΄Ηπειρο, την οποία είχε ήδη καταλάβει Τότε η Ελλάδα υποκύπτοντας στον εκβιασμό, εκκένωσε τη Βόρεια Ηπειρο. ΄Ομως η μεγάλη αυτή εθνική υποχώρηση δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Η επισημοποίηση της κυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά της Λήμνου, της Σαμοθράκης, της Μυτιλήνης, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, επιτεύχθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τον Ιούλιο του 1923. Με την ίδια Συνθήκη τα Δωδεκάνησα παραχωρήθηκαν στην Ιταλία. Τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα το 1947, για τη συμβολή της στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
΄Ετσι η χώρα μας απέκτησε την κυριαρχία επί του συνόλου των ελληνικών νησιών, τα οποία ανήκαν παλαιότερα στην Οθωμανική Διοικητική Περιφέρεια της ΄Ασπρης Θάλασσας, εκτός της ΄Ιμβρου και Τενέδου, οι οποίες παραδόθηκαν στους Τούρκους κάτω από την πίεση των Συμμάχων - στους οποίους είχαν διατεθεί το 1915 μαζί με τη Λήμνο με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους στα Δαρδανέλια.
Τελικά, ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε επίσημα με τη συνθήκη του Λονδίνου (1913). Η οποία περιλάμβανε τα εξής κύρια σημεία:
• παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισμού όλων των εδαφών δυτικά της Γραμμής Αίνου-Μηδείας
• την ρύθμιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, σε επόμενη διάσκεψη
• την παραχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα
• την ρύθμιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Άθω από τις Μεγάλες Δυνάμεις (επίσης σε μελλοντική διάσκεψη)
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 Μαϊου 1913. Δύο μέρες αργότερα υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και συνεργασίας.
Αντιμέτωποι σήμερα με μια, άλλου τύπου μεν, αλλά αντίστοιχη κρίση και βρίσκοντας στη σημερινή Ημερίδα ένα παράθυρο ανοικτό προς τους ήρωες του παρελθόντος και την ελπίδα που προσδίδουν για το μέλλον μας, επιβάλλεται να είμαστε αισιόδοξοι ότι, η ενότητα που χαρακτηρίζει το έθνος μας στις δύσκολες στιγμές και η συλλογικότητα που αναδεικνύεται μέσα από την ατομική προσπάθεια όλων των ελλήνων, θα μας οδηγήσει στην επίτευξη των εθνικών μας στόχων. Το ενωτικό αυτό κρίκο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αλλά και των υποχρεώσεων μας, μας το περιγράφει με το καλλίτερο τρόπο ο Κωστής Παλαμάς στους στίχους του:
"Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, ό, τι είστε, μην ξεχνάτε!
Δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα.
Όχι! Χρωστάτε και σ` όσους ήρθαν, πέρασαν,
θ’ ρθουνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί
Δε διαφέρει ο στίχος αυτός του Παλαμά από τα λόγια του Θουκυδίδη στον Επιτάφιο του Περικλέους:
Εἰσήγησις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου μέ θέμα: «Ὁ ρόλος τοῦ ναυτικοῦ στήν ἀπελευθέρωση τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου Πελάγους καί τῆς Μακεδονίας», στα πλαίσια της ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΜΕ ΘΕΜΑ «Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912 - 1913 : Τό δεύτερο ’21» (Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας) ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 18 ΜΑΪΟΥ 2013 ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ